Στρατιωτικός και πολιτικός (Ιθάκη 1871 – Αθήνα 1941). Σπούδασε στην ελληνική Σχολή Ευελπίδων και στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς του 1912 – 13 ως αξιωματικός του Επιτελείου. Υπαρχηγός του ΓΕΣ το 1915, αντικατέστησε προσωρινά στην αρχηγία το Δούσμανη, παραιτήθηκε όμως σύντομα, γιατί διαφώνησε με την κυβέρνηση Βενιζέλου ως προς την ελληνική συμμετοχή στην επιχείρηση των Συμμάχων κατά των Δαρδανελλίων, για την οποία αυτός ήταν αντίθετος.
Αλλά και γενικότερα ήταν αντίθετος προς την έξοδο της Ελλάδας κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο υπέρ των Δυνάμεων της Αντάντ, πιστεύοντας στο αήττητο της Γερμανίας, («Η ήττα της Γερμανίας, την οποία ουδέποτε ανέμενα, τα ανέτρεψεν όλα», θα γράψει μετά τον πόλεμο – 6 Μαίου 1919 – στο «Ημερολόγιο» του), αργότερα θα αντιταχθεί και στη μικρασιατική εκστρατεία. Τοποθετημένος στη γερμανόφιλη μερίδα υπό το βασιλιά Κωνσταντίνο, εξορίζεται μετά την επικράτηση του Βενιζέλου (καλοκαίρι του 1917) στην Κορσική, από όπου επανέρχεται το 1920. Διαφωνεί και με τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την πτώση του Βενιζέλου (Νοέμβριος 1920) ως προς τη συνέχιση της μικρασιατικής εκστστρατείας, ιδρύει δικό του κόμμα, των Ελευθεροφρόνων, αντιπολιτεύεται την επανάσταση του 1922, συμμετέχει στο αποτυχημένο κίνημα των στρατηγών Γαργαλίδη και Λεοναρδοπούλου, φεύγει τότε στην Ιταλία, επιστρέφει μετά την παραχώρηση αμνηστίας και δηλώνει ότι θα πολιτευθεί νομιμοφρόνως, «εντός των πλαισίων του δημοκρατικού πολιτεύματος». Μετά τις εκλογές του 1926 συνεργάζεται στην οικουμενική κυβέρνηση και στις κυβερνήσεις συνασπισμού – ως υπουργός Συγκοινωνιών, αποτυχαίνει στις εκλογές του 1928 και δηλώνει ότι αποχωρεί από την πολιτική («Θα ζήσωμεν πλέον ως άνθρωποι», τηλεγραφεί στη γυναίκα του). Επανέρχεται όμως, συμμετέχει στις εκλογές του 1932 και αναλαμβάνει το υπουργείο Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Τσαλδάρη. Το Μάρτιο του 1936 του ανατίθεται το υπουργείο Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή και τον επόμενο μήνα, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Δεμερτζή, ο βασιλιάς Γεώργιος τον διορίζει πρωθυπουργό.
Η πρωθυπουργοποίησή του προκαλεί αντιδράσεις (διέθετε μόνο επτά έδρες), αλλά τελικά τα κόμματα του παρέχουν ψήφο εμπιστοσύνης. Τον Αύγουστο του 1936, επικαλούμενος την ανήσυχη διεθνή κατάσταση (Αιθιοπία, Ισπανία), που επέβαλλε, κατά τη γνώμη του, έγκαιρη στρατιωτική προπαρασκευή, και κομμουνιστικό κίνδυνο στο εσωτερικό, διάλυσε, με τη συγκατάθεση του Γεωργίου, το Κοινοβούλιο, ανέστειλε άρθρα του Συντάγματος αναφερόμενα κυρίως στις ατομικές ελευθερίες και κήρυξε το στρατιωτικό νόμο, εγκαθιστώντας γνωστό ως «καθεστώς της 4ης Αυγούστου».
Το πρωί τη 28ης Οκτωβρίου 1940 υπήρξε ο αποδέκτης του Ιταλικού τελεσιγράφου προς την Ελλάδα, το οποίο απέρριψε, τάχθηκε με το μέρος των συμμάχων και έπαιξε ενεργό ρόλο στη διεύθυνση του Εληνοϊταλικού πολέμου.
Πέθανε λίγους μήνες αργότερα (29 Ιανουαρίου 1941) ενώ συνεχιζόταν ο πόλεμος, αφού προηγουμένως είχε δηλώσει ότι θα συνέχιζε τον πόλεμο και εναντίον γερμανικής εισβολής.