Μιχαήλ Σπυρομήλιος (Σπυρομίλιος). Στρατιωτικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στη Χιμάρα το 1800 και πέθανε στην Αθήνα το 1880. Έζησε αρκετά χρόνια και σπούδασε τη στρατιωτική τέχνη στη Νεάπολη, όπου οι πρόγονοι του ήταν εγκαταστημένοι από το 16ο αι., αλλά χωρίς να κόψουν τους δεσμούς τους με τη Χιμάρα. Το 1819 έρχεται στη γενέτειρά του με σκοπό να ετοιμάσει στρατιωτική γεωγραφία της Ηπείρου για τη στρατιωτική ναπολιτάνικη σχολή, στην οποία φοιτούσε. Ύστερα από την πτώση του Αλή πασά, ο Σπυρομήλιος αναλαμβάνει τη διοίκηση 250 συμπατριωτών του και έρχεται στο Λιγοβίστι της Ακαρνανίας, με σκοπό να πάρει μέρος στην Επανάσταση. Μετά το Θέρμο εμφανίζεται στο πολιορκημένο Μεσολόγγι (Αύγουστος 1824) επικεφαλής 200 Χιμαριωτών. Μαζί του είναι και τα αδέλφια του Νικόλας και Ζάχος. Λεπτομέρειες από τη δράση του στο Μεσολόγγι βρίσκει κανείς στα αξιόλογα απομνημονεύματά του: Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (έκδ. I. Βλαχογιάννη, 1926), μοναδικό χρονικό στρατιωτικού για τα γεγονότα 1825-1826 στην επαναστατημένη δυτική Στερεά Ελλάδα. Μετά το Μεσολόγγι ο Σπυρομήλιος πολέμησε με τον Καραΐσκάκη στην Αράχοβα και στην Αττική (1826-1827).
Κατά την οργάνωση των ατάκτων επί Καποδίστρια ο Σπυρομήλιος αναλαμβάνει τη διοίκηση μονάδων που πολέμησαν στη Βοιωτία (1828-1829). Κατά την αντιπολιτευτική κρίση εναντίον του κυβερνήτη ο Σπυρομήλιος μένει πιστός στον Καποδίστρια. Διώξεις υπέστη ωστόσο κατά την πρώτη οθωνική περίοδο (1833-1834), ενώ κατά την επόμενη περίοδο ανάλαβε σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα, ιδίως μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, της οποίας ήταν ένας από τους πρωτεργάτες. Το 1850 ανάλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Α. Κριεζή, το 1851 διορίστηκε γερουσιαστής και το 1853 προβιβάστηκε στο βαθμό του υποστράτηγου. Αργότερα αναμείχτηκε στο κίνημα του 1854 και σε άλλες πολιτικές αντιθέσεις, μένοντας όμως πιστός στον Όθωνα. Μετά την έλευση του Γεώργιου A’, ο Σπυρομήλιος ξανακερδίζει τις παλιές του θέσεις και το κύρος, γίνεται υπασπιστής του βασιλιά, μέλος του Συμβούλιου Επικρατείας, στρατιωτικός διοικητής Επτανήσου, υπουργός στρατιωτικών και τέλος πρόεδρος της Βουλής.