
(Εξελληνισμένος τύπος του αγγλικού Μπάυρον) Τζωρτζ Γκόρντον (George Gordon Byron). Αγγλος ποιητής και φιλέλληνας (Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε δυστυχία στην Αμπερντήν της Σκοτίας, εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών που οφείλονταν στην άσωτη ζωή του πατέρα του – απόγονου ευγενών σ’ ένα περιβάλλον κλειστό, με τη μητέρα του που είχε χαρακτήρα δύσκολο και ιδιότροπο. Σπούδασε στο κολέγιο Χάροου κι ύστερα στο Καίμπριτζ. Όταν πέθανε ο λόρδος Ουίλιαμ Μπάυρον, θείος του, ο Βύρων κληρονόμησε την περιουσία του και τον τίτλο και το 1809 έγινε μέλος της Βουλής των Λόρδων. Μεταξύ των ετών 1809 και 1811, όπως κάθε καλός ευγενής, συμπλήρωσε τη μόρφωσή του με ταξίδια στην Ευρώπη: Πορτογαλία, Ισπανία, Ανατολική Μεσόγειο. Γυρίζοντας στην Αγγλία έγινε δεκτός στους κύκλους της αριστοκρατίας, αλλά διατήρησε το μελαγχολικό κι ανήσυχο χαρακτήρα του, μη θέλοντας να συμμορφωθεί προς τις κοινωνικές συμβατικότητες. Η δημοσίευση (1812) των δύο πρώτων ασμάτων του Τσάιλντ Χάρολντ, με το οποίο ικανοποιούσε την έντονη τότε τάση του για τα ταξίδια και τις εξωτικές χώρες, προπάντων την Ελλάδα και την Ανατολή, σημείωσε τεράστια επιτυχία. Τα ποιήματα που έγραψε κατά τα έτη 1813 – 1816 Ο Γκιαούρ, Ο Κουρσάρος, Λάρα, Παριζίνα – ενίσχυσαν, με τους μελοδραματικούς ήρωές τους, το βυρωνικό μύθο και την ταύτιση των ηρώων του με το «πρόσωπο» του Βύρωνα.
Ύστερα από μια σειρά θυελλώδεις έρωτες, το 1815 ο Βύρων παντρεύτηκε την Αννα Ισαβέλλα Μίλμπανκ, από την οποία απόχτησε ένα κοριτσάκι. Ύστερα όμως από ένα χρόνο ο γάμος αποδείχτηκε αποτυχημένος και η γυναίκα του ζήτησε διαζύγιο. Αυτό κι οι επίμονες φήμες για έναν «αιμομεικτικό» έρωτα του Βύρων με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα προκάλεσαν εξέγερση του αριστοκρατορικού περιβάλλοντος του που γκρέμισε το είδωλο του.
Έτσι ο Βύρων άφησε για πάντα την Αγγλία. Έζησε για ένα διάστημα στη Γενεύη, όπου γνώρισε το Σέλεϋ κι έγραψε το τρίτο άσμα του Τσάιλντ Χάρολντ (1816). Περνώντας στην Ιταλία εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου έζησε εξαιρετικά άτακτη ζωή, σύχναζε στα φιλολογικά σαλόνια των διασημότερων γυναικών και συνδέθηκε στενά με την Τερέζα Γκάμπα, σύζυγο του γέρου κόμη Γκουιτσόλι. Αναμείχτηκε στην κίνηση των καρμπονάρων και πήρε μέρος στα κινήματα του 1821 κατά της παπικής κυβέρνησης. Όταν αυτά απέτυχαν, εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πίζα, απ’ όπου όμως αναγκάστηκε να φύγει, κι ύστερα, απογοητευμένος κι αναζητώντας νέες περιπέτειες, πήγε στη Γένουα. Από τη Γένουα αποφάσισε, το 1823, να έρθει στην Ελλάδα και να πάρα μέρος στην ελληνική επανάσταση. Ύστερα από αρκετές περιπέτειες, ο Βύρων πήγε κατά πρόσκληση του Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι (5 Ιανουαρίου 1824). Εκεί φρόντισε αμέσως για την οργάνωση της άμυνας της πόλης, με τη βοήθεια και ξένων στρατιωτικών, που είχαν πάει εκεί ως εθελοντές, και στις 25 Ιανουαρίου η ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε αρχιστράτηγο με πλήρεις εξουσίες. Στο μεταξύ οι διχόνοιες των Ελλήνων και οι φιλονικίες του με τους ξένους αξιωματικούς, τον γέμισαν πικρία κι επιδείνωσαν την ήδη κλονισμένη υγεία του. Όταν η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν μπορούσε να συντηρήσει το στρατό, ο Βύρων ανέλαβε να μισθοδοτεί και να εφοδιάζει τους άντρες των στρατιωτικών σωμάτων με δικά του χρήματα. Στις 9 Απριλίου υπέστη νέα κρίση με υψηλό πυρετό και στις 17 του ίδιου μήνα η κατάστασή του παρουσίασε νέα επιδείνωση. Το απόγευμα της επομένης – Κυριακής του Πάσχα – καταλήφθηκε από παραλήρημα και τα ξημερώματα της Δευτέρας πέθανε. Ο θάνατος του συγκλόνισε την Ελλάδα. Στις 20 Απριλίου ο νεκρός ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στην Αγγλία, αν και ο ποιητής είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στην Ελλάδα.
Το λογοτεχνικό έργο του Βύρων εξετάζεται σήμερα με καινούριο πνεύμα κι όχι με το πνεύμα του ρομαντισμού και της βικτωριανής σεμνοτυφίας. Ο ρομαντισμός του είναι περισσότερο από κάθε τι άλλο η στάση ενός βασανισμένου ανθρώπου που περιφρονεί τα πάντα, καταπιεσμένος από την αδυσώπητη μοίρα. Το αριστούργημά του, ο Δον Ζουάν, (1819 – 1824) είναι μια «επική σάτιρα», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Βύρων, που συνδέεται στην ουσία με τον πνευματικό πολιτισμό του 18ου αι. Το ίδιο κριτήριο ισχύει και για το Μπέπο, μια βενετσιάνικη ιστορία (1819) – μια απόπειρα σύνθεσης ποιητικού έργου κωμικού χαρακτήρα σε οκτασύλλαβους στίχους, στο ίδιο δηλαδή μέτρο του Δον Ζουάν – καθώς και για τις πολυάριθμες επιστολές του σε διάφορους φίλους του και τη σάτιρα Το όραμα της Κρίσης (1822), έργα στα οποία ο Βύρων είναι ειλικρινής κι ένας αληθινός καλλιτέχνης.
Ένα πλήθος έργα έχουν γραφεί για το Βύρων στα ελληνικά κι η προσωπικότητά του απασχόλησε την ελληνική λογοτεχνία. Ο Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε στον Αγγλο φιλέλληνα την ωραία Ωδή στον Μπάυρον.
Ο Βύρων έγραψε επίσης και δράματα: Μάνφρεντ (1817), εμπνευσμένο από το Φάουστ του Γκαίτε, Μαρίνο Φαλιέρο (1820), στη δομή του οποίου ο Βύρων διατηρεί τον κλασικό κανόνα των τριών ενοτήτων, Οι δυο Φόσκαρι (1821), Σαρδανάπαλος (1821), Κάιν (1821).