Μπιζέλι (πίσο το εδώδιμο). Ποώδες φυτό ετήσιο, της οικογένειας των Λεγκουμινιδών ή Χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία.Η καλλιέργεια του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδομένη. Το μπιζέλι, έχει βλαστό λεπτό, συνήθως αναρριχώμενο, γλαυκοπράσινο, και τα φύλλα του είναι αρτίως πτερωτά, με 1-3 ζεύγη φυλλάρια· αναπτύσσεται σε ύψος, στηριζόμενο με διακλαδιζόμενες έλικες σε υποστηρίγματα, που τοποθετούνται συνήθως από το γεωργό· οι έλικες βρίσκονται στην άκρη του μίσχου των σύνθετων φύλλων και είναι μεταμορφωμένα φύλλα. Τα άνθη φέρονται ανά 1-3 πάνω σε μασχαλιαίο ποδίσκο· είναι εμφανή, τυπικά ψυχοειδή, και, ανάλογα με την ποικιλία, περισσότερο ή λιγότερο ποικιλμένα με ιώδες.
Οι καρποί, χέδρωπες, πράσινοι, προμήκεις, εύθραυστοι, τραγανοί, προέρχονται από ένα καρπόφυλλο που αναδιπλώνεται στο μεσαίο νεύρωμα (ράχη), έτσι ώστε τα άκρα του ενώνονται (γαστρική ραφή)· κατά μήκος αυτών των άκρων και μέσα στον κοίλο, ελαφρά πεπιεσμένο χώρο, που σχηματίζεται με την αναδίπλωση, είναι προσκολλημένα τα σφαιροειδή σπέρματα (μπιζέλια), λεία ή ρικνά, που καταναλώνονται φρέσκα, κονσερβοποιημένα, αποξηραμένα, αλευροποιημένα για σούπες ή ακόμα καταψυγμένα.
Από εμπορική και καλλιεργητική άποψη διακρίνονται πολυάριθμες ποικιλίες, που ξεχωρίζουν ανάλογα με τη μορφή και το μέγεθος του χέδρωπος (λουβί), το μέγεθος, τη μορφή και το χρώμα του σπέρματος, την πρωιμότητα, καθώς και τη γενική διάπλαση του φυτού: νάνου ή αναρριχώμενου.
Διακρίνονται επίσης σε ποικιλίες των οποίων εδώδιμο μέρος είναι μόνο τα χλωρά ή ξηρά (π.χ. ο γνωστός αρακάς), και σε ποικιλίες των οποίων το εδώδιμο μέρος είναι τα σπέρματα μαζί με το λοβό, ο οποίος είναι ιδιαίτερα τρυφερός, σαρκώδης και με γλυκίζουσα γεύση (π.χ. τα ζαχαρομπίζελα).
Εκτός από κηπευτικό καλλιεργείται και το κτηνοτροφικό, είτε σε αμιγή ή μεικτή με άλλα φυτά λιβαδοκαλλιέργεια για παραγωγή χλωρού χόρτου, είτε για παραγωγή σπερμάτων για αλευροποίηση.