Σαν σήμερα 18 Φεβρουαρίου του 1883 γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο κορυφαίος Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματικός συγγραφέας και στοχαστής Νίκος Καζαντζάκης, και πέθανε στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας το 1957. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902- 1906) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 – 1909). Στη νικηφόρο περίοδο 1912 – 1913 συνεπήρε τον Καζαντζάκης η ιδέα της εθνότητας· σ” αυτό είχαν συντελέσει το κήρυγμα του Ίωνα Δραγούμη, η δράση του Εκπαιδευτικού Ομίλου (ο Καζαντζάκης. ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του), ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Με τον Άγγελο Σικελιανό έκαμαν στην περίοδο 1914 – 1915 μια περιοδεία στους τόπους της Ελλάδας που τους είχε σημαδέψει η παρουσία του ελληνικού και χριστιανικού κόσμου: είναι ακόμα η εποχή όπου ο Καζαντζάκης, ακολουθώντας την κλίση του στενού φίλου του Σικελιανού, αναζητά μαζί του με ενθουσιασμό τη «συνείδηση της γης και της φυλής του». Το 1919, ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περίθαλψης, ανάλαβε να μεταφέρει στην Ελλάδα από τη Ρωσία (όπου εκδηλώνονταν βίαια οι αλλαγές της Ρωσικής Επανάστασης) τους Έλληνες του Καυκάσου. Το ταξίδι του εκείνο ήταν το προοίμιο της συναρπαστικής οδύσσειας του Καζαντζάκης, ο οποίος, κινούμενος από ένα πρωτοφανές στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων αίσθημα ανεστιότητας και εσωτερικής αγωνίας, οδοιπόρησε επαλειμμένα στους μεγάλους δρόμους του κόσμου. Τα χρόνια 1922 – 1924 τα πέρασε στη Βιέννη και (ύστερα) στο Βερολίνο, με διάφορα μικρά ενδιάμεσα ταξίδια. Το 1924 πήγε στην Ιταλία, ύστερα κατέβηκε στην Κρήτη, όπου έμεινε μόνο ως την άνοιξη του 1925, γιατί, στη συνέχεια, επιχείρησε ένα ταξίδι στη Ρωσία. (Όταν βρισκόταν στο Βερολίνο – ήταν μια εποχή κρίσιμη και εκρηκτική – ο Καζαντζάκης σχετίστηκε με κομμουνιστικούς κύκλους και έγινε λάτρης του Λένιν. Συνεπής κομμουνιστής δεν έγινε ποτέ, από τότε όμως ο παλιός εθνικισμός του παραχώρησε τη θέση του σε μια οικουμενικότερη ιδεολογία. Από τότε, επίσης, είχε αρχίσει να επιθυμεί ένα ταξίδι στη Ρωσία, για να παρακολουθήσει από κοντά τις αλλαγές που συντελούνταν εκεί). Φεύγοντας από τη Ρωσία τράβηξε για την Παλαιστίνη, την Κύπρο, την Ισπανία, την Ιταλία, την Αίγυπτο, το όρος Σινά (1926 – 1927). Από τις περιηγήσεις του αυτές Καζαντζάκης μετακινιόταν σαν ένας οιστρηλατημένος, γι” αυτό η νέα περιπλάνηση του δεν άργησε να έρθει: Παρίσι (1932), Ισπανία (1932 – 3), Παρίσι, Ελλάδα (Αίγινα), όπου σ” ένα χρόνο άρχισε πάλι ν” ασφυκτιά: «Η ψυχή πεινάει και δε βρίσκει πια τίποτα στην Αίγινα. Μα πώς να βοσκήσει σε άλλα πλούσια λιβάδια; Αχ, η Κίνα, οι Ινδίες, η Αφρική, η Αμερική!» (από γράμμα του Καζαντζάκης στον Παντελή Πρεβελάκη). Έτσι το 1935 βρέθηκε στην Ιαπωνία και στην Κίνα. Στην ίδια χρονιά επέστρεψε στην Αίγινα, όπου έβρισκε τη γαλήνη, έστω και προσωρινά. Το 1936 ταξίδεψε στην Ισπανία· εκεί έζησε την τραγωδία του εμφύλιου πολέμου, τον οποίο αναπαράστησε με συγκλονιστικές σε/αοες εφημερίδα Καθημερινή (αργότερα αποτέλεσαν το 2ο μέρος του τόμου Ταξιδεύοντας – Ισπανία).
Την ερχόμενη χρονιά γύρισε στην Ελλάδα, όπου επιμελήθηκε την έκδοση της Οδύσσειας που είχε, ύστερα από 13 χρόνια συγγραφικού μόχθου, επιτέλους φτάσει στην ολοκλήρωση της (1938). Ο πόλεμος βρήκε τον Καζαντζάκης στην Ελλάδα· τα χρόνια της κατοχής έμεινε αποτραβηγμένος στην Αίγινα. Το 1946 τον βρήκε εγκαταστημένο στο Παρίσι· το 1949, εγκαταστάθηκε στην Αντίπολη (Αντίμπ) και το 1957 ξεκίνησε, για ένα νέο ταξίδι στην Κίνα και στην Ιαπωνία. Ήταν και το τελευταίο: άρρωστη μεταφέρθηκε στο Φράιμπουργκ, όπου πέθανε. ο Καζαντζάκης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με το αφήγημα “Οφις και Κρίνο (1906), που το δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Με ψευδώνυμο επίσης (Πέτρος Ψηλορείτης) δημοσίευσε, το 1910, και το δεύτερο βιβλίο του, την τραγωδία Ο Πρωτομάστορας, αφιερωμένη στον Ίδα (Ίωνα Δραγούμη). Ακολούθησε η συγγραφή μερικών τραγωδιών και άπω τις 1925 ο Καζαντζάκης άρχισε να καταπιάνεται με την Οδύσσεια, που την τέλειωσε (πρώτη γραφή) στην Αίγινα το 1927. Όπως είναι γνωστό, το έργο αυτό, που αποτελείται από 33.333 δεκαεφτασύλλαβους στίχους, ο Καζαντζάκης το έγραψε συνολικά εφτά φορές. Η υπεράνθρωπη αυτή προσπάθεια κράτησε ως το 1938. Το 1927 δημοσίευσε και την Ασκητική, στο περιοδικό του Δημήτρη Γληνού Αναγέννηση, καθώς και το πρώτο βιβλίο της σειράς Ταξιδεύοντας (Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά). Το 1932 μετάφρασε τη Θεια Κωμωδία του Δάντη (που δημοσιεύτηκε το 1934). Ακολούθησαν τα ταξιδιωτικά Τι είδα στη Ρούσια, Ιαπωνία, Κίνα και Αγγλία και τα μυθιστορήματα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (τυπώθηκε το 1946), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), Καπετάν Μιχάλης (1953), Ο τελευταίος πειρασμός, Ο Φτωχούλης του Θεού, Αδερφοφάδες (μισοτελειωμένο) και Αναφορά στον Γκρέκο (τα δύο τελευταία τυπώθηκαν μετά το θάνατο του). Μετά το θάνατο του επίσης κυκλοφόρησαν σε βιβλία και τα κείμενά του για τα παιδιά, που είχαν δημοσιευτεί σε συνέχειες σε περιοδικά καθώς και μερικά παλιά κείμενά του (Στα ανάκτορα της Κνωσού). Ένας τόμος ποιημάτων του, οι Τερτσίνες, συμπληρώνει το πολύτομο έργο του. Σ” αυτό πρέπει και να προστεθούν τα κριτικά κείμενά του καθώς και μερικά ποιήματά του, δημοσιευμένα στα αλεξανδρινά περιοδικά Νέα Ζωή και Γράμματα. Τέλος, στο αλεξανδρινό επίσης περιοδικό Σεράπειο είναι δημοσιευμένο και το μονόπρακτο θεατρικό του έργο Τραγωδία, που δεν περιλαμβάνεται στην αθηναϊκή έκδοση Θέατρο, στην οποία έχουν συγκεντρωθεί τα άλλα θεατρικά έργα του της ώριμης περιόδου.
Η συγγραφική δημιουργία του Καζαντζάκης (πρωτότυπη, μεταφράσεις, διασκευές) δεν εξαντλείται διόλου με τις παραπάνω αναφορές. Γιατί ο Καζαντζάκης ήταν ένα φαινόμενο μελέτης και αντοχής· άφησε πολύ πίσω ακόμα και τον άλλο μεγάλο βιβλιολάτρη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τον Κωστή Παλαμά. Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος πάθος και ανησυχία, και τη λύτρωσή του την έβρισκε μόνο στο ταξίδι και στην πνευματική δουλειά. «Μια στιγμή να μείνω χωρίς δουλειά, νιώθω τόση πίκρα, τόση (…) απελπισία, που φοβούμαι πως θα πεθάνω», εξομολογιόταν κάποτε. Με τον τρόπο αυτόν πολεμούσε το «φαρμάκι» της ζωής: «Αν δεν κάνουμε το φαρμάκι μέλι, είμαστε χαμένοι γιατί όλα, όλα, εξόν από την καρδιά του δημιουργού, είναι φαρμάκι» (από γράμμα στον Πρεβελάκη).
Ένας από τους λόγους που ο Καζαντζάκης εγκατάλειψε την Ελλάδα, ήταν η πίκρα του, γιατί εδώ το έργο του ήταν παραγνωρισμένο. Κάποια κρυφή παρόρμηση τον έσπρωχνε έξω από την Ελλάδα. Και στα ξένα κέρδισε την αναγνώριση που του άξιζε: η φήμη του ποιητή της Οδύσσειας συγγραφέα του Ζορμπά ταξίδεψε λα τα σημεία της γης, το έργο του μεταφράστηκε σε περισσότερες από 30 γλώσσες.
Με την πρώτη ματιά θα νόμιζε κανείς πως το ανεξάντλητο έργο του Καζαντζάκης δεν είναι δυνατό να κλειστεί σε μια ολιγόστιχη εποπτική θεώρηση. Όμως υπάρχει μια ενότητα· στο βάθος το έργο αυτό δεν είναι απέραντο. Ήδη στο δεύτερο βιβλίο του, τον Πρωτομάστορα, εμφανίζονται οι νιτσεϊκές ιδέες για τον υπεράνθρωπο, που μπορεί να τα βάλει και με την ίδια τη μοίρα του. Ο Νίτσε, ο οποίος ήταν και το αντικείμενο διατριβής του για υφηγεσία, επηρέασε βαθύτατα τη σκέψη του Καζαντζάκη. Ποτέ δεν έπαψε να είναι νιτσέϊκός, ούτε και με τις τολμηρότερες κοινωνικές του ιδέες. Και η Ασκητική, για την οποία ορθά είπαν πως αποτέλεσε την ιδεολογική και πνευματική βάση όλης της μετέπειτα δημιουργίας του είναι βαθιά επηρεασμένη από τις ιδέες του Γερμανού φιλόσοφου. Αναπτύσσεται σ” αυτή η μέθοδος του ανεβάσματος της ανθρώπινης ψυχής, από κύκλο σε κύκλο (εγώ, ράτσα, ανθρωπότητα, Γη, Σύμπαν, Θεός), στην ανώτατη κορυφή της τελείωσης, εκεί όπου θα μείνει μονάχα πνεύμα – ελεύθερο πνεύμα. Συγγενής με τον ιδεολογικό κόσμο του Νίτσε, είναι και η μεσσιανική τάση του Καζαντζάκης, βαθιά ριζωμένη μέσα του, και ένας αγιάτρευτος καημός του: πάντα τους μνηστήρες, έχει γίνει, για ένα διάστημα, καλός νοικοκύρης. Γρήγορα όμως θα πλαντάξει θα ξαναφύγει. Αρπάζει (αυτός τώρα!) την Ελένη από τη Σπάρτη, που θα την παρατήσει στην Κρήτη, για να συνεχίσει μοναχός του, μαζί με τρεις τέσσερις συντρόφους, την απελπισμένη οδύσσειά του. Θα χτίσει, ύστερα από συγκλονιστικά βιώματα της γης τα πλάτη, την ιδανική πολιτεία, θα ζήσει, σαν ένα ακόμα συγκλονιστικό βίωμα, την καταστροφή της πολιτείας και των συντρόφων του από έναν κοσμογονικό σεισμό, και θα περάσει στην κατάσταση. Επιτέλους, της «πλέριας λευτεριάς», έτοιμος για το θάνατο, που θα τον γνωρίσει μέσα στην αποθέωση όλων εκείνων που γνώρισε στη ζωή του.
Στην Ελλάδα περισσότερο γνωστά έγιναν τα μυθιστορήματά του, προπάντων τα τρία «κρητικά» : Ζορμπάς, Ο Χριστός ζανασταυρώνεται, Καπετάν Μιχάλης.
Οι ήρωες του Καζαντζάκη είναι απλοί: δε θα Βρει ο αναγνώστης λεπτεπίλεπτες ψυχολογικές αναλύσεις. Αν ταιριάζει ένας χαρακτηρισμός στον Καζαντζάκη είναι η λέξη «αρχαϊκός». Θα μπορούσε κάποιος να θυμηθεί τους λεγόμενους « φυσιολόγους» προσωκρατικούς Ιωνες φιλοσόφους, σε αντίθεση με τον λεπτεπίλεπτο εισηγητή του ενδοσκοπικού ιδεαλισμού, Πλάτωνα. Τον Καζαντζάκη τον απασχόλησαν: η ζωή ως μια αδιαίρετη ενότητα, ο έρωτας ως ένα θεμελιακό και απλό στη λειτουργία του κίνητρο ζωής, ο θάνατος. Και, σε μια πρωταρχική διαλεκτική αντίθεση, η μεγάλη σύγκρουση του κορμιού, βαριού από τη δίψα και την πείνα της ύλης, με το πνεύμα. Το διχασμό αυτόν ο Καζαντζάκης (τον αναπαράστησε με υπέροχο τρόπο στο Ζορμπά) δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει ο ίδιος ποτέ του. Ίσως μάλιστα, αντίθετα με εκείνο που έβαζε ως έσχατο, ιδανικό σκοπό στην Ασκητική του, να ήταν στο βάθος πιο πολύ, πιο ειλικρινά, ο περιπαθής εραστής της ζωής και της φύσης, όπως το δείχνει η εκατό τοις εκατό γήινη (και βαθύτατα προσωπική) γλώσσα του, οι επιβλητικές, γεμάτες λάμψη και ζωικό σφρίγος εικόνες του, καθώς και η ακόλουθη φράση από το τελευταίο του έργο:«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση. αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα μα ο ήλιος βασίλεψε..»