Κρητικός ιερομόναχος και αγωνιστής της Επανάστασης (1795- 1833). Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο προϊστάμενος του εκεί Σιναϊτικού μετοχιού, επειδή εκτίμησε το σπινθηροβόλο πνεύμα του και την καλλιγραφική του ικανότητα, τον έστειλε ως γραμματέα στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης, στο Σινά. Το 1819, στη Σμύρνη, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το γιατρό Μιχαήλ Ναύτη και στη συνέχεια κατέβηκε στην Κρήτη, όπου ανάλαβε καθήκοντα οικονόμου στο εκεί Σιναϊτικό μετόχι. Όταν άρχισε η Επανάσταση πήγε μεταξύ των πρώτων στην συγκέντρωση των επαναστατών στα Σφακιά. Οι επαναστάτες τον στείλανε, μαζί με τον Αναγνώστη Παναγιώτου, στο Δημήτριο Υψηλάντη, που βρισκόταν τότε στην Πελοπόννησο, για να ζητήσει πολεμοφόδια και αρχηγό για τη διεύθυνση του Αγώνα.
Ο Οικονόμου χρημάτισε γενικός γραμματέας του έπαρχου Κρήτης Μιχαήλ Κομνηνού Αφεντούλιεφ και μετά την απομάκρυνση του τελευταίου, διορίστηκε τοποτηρητής της κεντρικής διοίκησης, που έδρευε στην Ερμιόνη. Όταν ο Μαν. Τομπάζης διορίστηκε αρμοστής της Κρήτης, τον προσέλαβε γραμματέα του. Μαζί με άλλους οργάνωσε στο Ναύπλιο την εκστρατεία κατά της Γραμβούσας (1825) η κατάληψη της οποίας αναζωπύρωσε την επανάσταση στην Κρήτη. Διατέλεσε επίσης αντιπρόσωπος της Κρήτης στη βουλή των Ελλήνων (1826-1828), στην εθνική συνέλευση της Τροιζήνας (1827) και σ’ εκείνην της Πρόνοιας (1832). Το 1828 εκλέχτηκε μέλος του Κρητικού Συμβουλίου και το 1829 μέλος της επαναστατικής επιτροπής των ανατολικών επαρχιών του νησιού. Τέλος, χρημάτισε πρόεδρος της συνέλευσης η οποία συγκροτήθηκε στο χωριό Μαργαρίτες, στο Μυλοπόταμο (1830).