Γεννήθηκε στην Ναύπακτο το 1759 και πέθανε το 1841.
Αδελφός του Κίτσου και τριτότοκος γιος του Γιώργη Μπότσαρη. Ανέλαβε την αρχηγία της φάρας μετά τη δολοφονία του Κίτσου. Διακρίθηκε για τον ηρωισμό του στην τραγωδία του Σέλτσου (1805) όταν η κόρη και η σύζυγος του ρίχτηκαν στον Αχελώο, για να μη συλληφθούν από τους Αλβανούς. Ο Νότης συνελήφθη και κλείστηκε βαριά τραυματισμένος στο φρούριο της Κλεισούρας, απ’ όπου δραπέτευσε τον επόμενο χρόνο.
Αργότερα ο Αλής, με τη μεσολάβηση του Ιμπραήμ, του έδωσε χάρη και τον τίμησε, με το σκοπό να προσελκύσει και τους άλλους Σουλιώτες που είχαν καταφύγει στην Κέρκυρα. Το σχέδιο όμως, αυτό απέτυχε και ο Μπότσαρης, ύστερα από πολλές περιπέτειες, πέρασε στην Κέρκυρα, όπου συγκρότησε σώμα, με το οποίο έφτασε στην Πάργα και ύστερα στην Πρέβεζα, όταν τα στρατεύματα του Αλή πολεμούσαν εναντίον των στρατευμάτων του σουλτάνου. Οι Σουλιώτες πολέμησαν, κατά τις περιστάσεις, άλλοτε υπέρ του Αλή και άλλοτε εναντίον του. Έτσι κατόρθωσαν να πάρουν από τους Τούρκους διάφορες τοποθεσίες και το Σούλι όπου κατέφυγαν μετά τη συντριβή του Αλή. Εκεί τους πολιόρκησαν, στην Κιάφα και στο Κούγγι, τα τουρκικά στρατεύματα υπό τον Κιουταχή και μετά τις ατυχείς μάχες του Πέτα και της Σπλάντζας, οι Σουλιώτες, με αρχηγό το Νότη Μπότσαρη, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να εγκαταλείψουν το Σούλι. Ο Νότης Μπότσαρης, συγκρότησε αργότερα στην Επτάνησο δύναμη από Σουλιώτες με τους οποίους έφτασε στο Μεσολόγγι, όπου διακρίθηκε σε όλες τις πολιορκίες και κατά την έξοδο. Αργότερα πολέμησε και τραυματίστηκε στο Δίστομο (1827). Μετά δυο χρόνια διακρίθηκε στην πολιορκία και συντέλεσε σημαντικά στην άλωση της Ναυπάκτου το 1829.