Στις 30 Αυγούστου, το Ράιχ πρόσφερε στη Ρουμανία την εγγύηση του (αυτό ήταν μια ένδειξη των νέων επιθετικών προθέσεων της Γερμανίας) και στις 7 Οκτωβρίου άρχισε η κατάληψη της χώρας για την «προστασία των πετρελαίων» και την «εκπαίδευση του στρατού». Αυτό εκνεύρισε το Μουσολίνι τόσο γιατί θεωρούσε τα Βαλκάνια ζώνη της ιταλικής επιρροής, όσο και γιατί «ο Χίτλερ τον έφερνε πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων». Και «για να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα» στις 15 Οκτωβρίου αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας, παρά την αντίθετη γνώμη του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, στρατάρχη Μπαντόλιο, και χωρίς να δώσει πίστη στις απαισιόδοξες εκθέσεις της ιταλικής κατασκοπείας. Τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε το τελεσίγραφο του, ενώ τα ιταλικά στρατεύματα περνούσαν τα σύνορα από την Αλβανία.
Η απάντηση του Μεταξά στον Ιταλό πρεσβευτή Γκράτσι είναι πιο σύντομη, αλλά δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών: «Donc monsieur c’est la guerre» ή «Λοιπόν, κύριε, αυτό σημαίνει πόλεμο». Η απάντηση αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ευρώπη είχε γονατίσει και στις 28 Οκτωβρίου δεν υπήρχε άλλος εμπόλεμος με τον Άξονα πλην της Βρετανίας. Για έναν άνθρωπο ολοκληρωτικοί αντιλήψεων όπως ο Μεταξάς, το βάρος ήταν τεράστιο.
Για τη σημασία αυτού που ο Τύπος κατέγραψε ως «Οχι» ας αντιπαραθέσουμε τη στάση ενός ανθρώπου του οποίου ούτε η εντιμότης ούτε ο πατριωτισμός ετέθησαν εν αμφιβόλω.
Την ίδια μέρα ο Μουσολίνι συναντήθηκε με το Χίτλερ στη Φλωρεντία, τον πληροφόρησε για την ιταλική επίθεση και τον διαβεβαίωσε πως η κατάληψη της Ελλάδας σήμαινε την κατάληψη όλων των νησιών του Αιγαίου, που θα πρόσφερε έτσι στον Αξονα νέα επιθετική αεροναυτική βάση στη Μεσόγειο.
Η Ελλάδα είχε φροντίσει να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα ως τότε, αν και από καιρό είχαν διαφανεί οι ιταλικές προθέσεις. Ήδη στις 7 Απριλίου 1939, Μεγάλη Παρασκευή, πριν ακόμα από την έναρξη του πόλεμου, οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Αλβανία, αποκαλύπτοντας έτσι τις βλέψεις του Μουσολίνι, που ήθελε να μεταβάλει όλη τη Βαλκανική σε δική του σφαίρα επιρροής. Μετά την έναρξη του πόλεμου, ο Μουσολίνι άρχισε να σκηνοθετεί προκλήσεις που αποκορυφώθηκαν με τον τορπιλισμό του καταδρομικού Έλλη την ημέρα της εορτής της Παναγίας στην Τήνο (15 Αυγούστου 1940).
Ο Μουσολίνι ονειρευόταν μια εύκολη θριαμβευτική πορεία προς την Αθήνα, Η επίλεκτη μεραρχία αλπινιστών «Γιούλια», αφού μπήκε αιφνιδιαστικά με τα άρματά της σε κάποιο βάθος στο ελληνικό έδαφος, συντρίφτηκε στη μάχη του Μετσόβου και υποχώρησε άτακτα. Την 22 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κορυτσά, τρίτη πόλη της Αλβανίας, που την υπεράσπιζαν έξι ιταλικές μεραρχίες με 72.000 άντρες. Ακολούθησε η κατάληψη του Αργυρόκαστρου, βάσης της 1ης ιταλικής στρατιάς, και του λιμανιού των Αγίων Σαράντα, που ο Μουσολίνι, για χάρη της κόρης του, είχε μετονομάσει «Πόρτο Έντα». Ιταλική αντεπίθεση την επόμενη άνοιξη δε βελτίωσε την ιταλική θέση, ανέκοψε μόνο την ελληνική προέλαση.
Το «αλβανικό έπος» άρχιζε. Από τις 5.30 τα ξημερώματα της 28ης, τα κανόνια αντηχούν στην Πίνδο. Πίσω από το στρατό που διευθύνει ο Παπάγος, στοιχίζονται όλοι οι Έλληνες, πραγματικά «δίχως επιφύλαξη». Είναι ο ίδιος στρατηγός που θα βρεθεί μετά την κατάρρευση του μετώπου, σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Γεγονός είναι ότι η απόφαση των δύο μοιραίων ανδρών να κηρύξουν αντίσταση στον Άξονα, αποτελεί πράξη μεγάλης εμβέλειας που, έστω και αν δεν καθόρισε την έκβαση του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, σίγουρα την επηρέασε.
Ο Μεταξάς το πρωί της 28ης Οκτωβρίου.
Το υλικό είναι από την επετειακή έκδοση της εφ. ΤΑ ΝΕΑ.