Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση «βάλε χέρι», που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν πολλές εκκλησίες σε διάφορα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που είναι αφιερωμένες με το όνομα αυτό στη Θεοτόκο.
Στην Ελλάδα τέτοιες εκκλησίες υπάρχουν στην Ηλεία, κοντά στη μεσαιωνική πόλη της Γλαρέντζας, στην Ήπειρο κοντά στην πόλη της Αρτας, στην Κεφαλλονιά, κοντά στο Ληξούρι, στη Μεσσηνία, κοντά στην Καλαμάτα, και στη Χίο. Το όνομα Βλαχέρνα συνδέθηκε βασικά με τη λατρεία της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη και αναφερόταν στην περίφημη εκκλησία και μονή της Θεοτόκου των Βλαχερνών στο Παλάτι των Βλαχερνών και σε ολόκληρη τη συνοικία της πόλης, όπου βρίσκονταν η μονή και τα παλάτια. Η περιοχή αυτή περιβαλλόταν από το λεγόμενο τείχος των Βλαχερνών και σήμερα είναι γνωστή με το τουρκικό όνομα Λιβάν – Σεράι, δηλ. Υψηλό παλάτι.
Στις Βλαχέρνες είχε καθιερωθεί ένας κύκλος εορτών προς τιμήν της Θεοτόκου, που διακρίνονταν για την επισημότητα και την τελετουργική τους μεγαλοπρέπεια. Σε ανάμνηση της μεταφοράς του ιερού φορέματος της Παναγίας από τα Ιεροσόλυμα στη θέση Βλαχέρνα της Κωνσταντινούπολης, την εποχή του Λέοντα Α’ είχε οριστεί να εορτάζονται στις 2 Ιουλίου τα «Καταθέσια». Στις 31 του ίδιου μήνα γινόταν η εορτή των Εγκαινίων σε ανάμνηση των «Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου του εν Βλαχέρναις, ένθα απόκειται η Αγία Σορός». Με ιδιαίτερη όμως λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια εορταζόταν στις 2 Φεβρουαρίου η τελετή της Υπαπαντής, στην οποία συμμετείχε ολόκληρη η πόλη με επικεφαλής τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Εξίσου επιβλητική ήταν και η τελετή που γινόταν την παραμονή της εορτής της Ορθοδοξίας, (την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής), οπότε συγκεντρώνονταν οι μοναχοί όλων των μονών της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων στις Βλαχέρνες και, αφού περνούσαν τη νύχτα με προσευχές και παρακλήσεις, το πρωί της Κυριακής, μετά την τέλεση της καθιερωμένης λειτουργίας, κατευθύνονταν σχηματίζοντας μια ατέλειωτη λιτανεία στο ναό της Αγίας Σοφίας, όπου περίμενε ο αυτοκράτορας μαζί με τους αυλικούς του. Κάθε Παρασκευή πάλι, σύμφωνα με παλιό έθιμο που η προέλευσή του αναγόταν στα τέλη του 6ου αι., όταν στο Βυζάντιο βασίλευε ο Μαυρίκιος, τελούνταν μια άλλη μεγάλη λιτανεία, η ονομαζόμενη «Πρεσβεία». Την ίδια μέρα, μετά τον Εσπερινό, γινόταν και κατανυκτική ολονυκτία, που λεγόταν «η παννυχίς των Βλαχερνών». Σύμφωνα με την παράδοση, λέγεται ότι ο Ρωμανός ο Μελωδός εμπνεύστηκε τον περίφημο ύμνο του «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει» μετά την τέλεση μιας παρόμοιας ολονυχτίας και ότι ο «Ακάθιστος» ήταν συνυφασμένος με τη λατρεία της Θεοτόκου των Βλαχερνών.
Τα ιερά των Βλαχερνών όπου λατρεύονταν η Παναγία ήταν το Αγίασμα ή Λούσμα, που είχε ιδρύσει ο Λέων ο Α’, ο ναός της Αγίας Σορού και η Μεγάλη Εκκλησία των Βλαχερνών, που είχε οικοδομηθεί την εποχή του Ιουστινιανού.
Το πρώτο ιερό χωριζόταν σε τρία μέρη: στον προθάλαμο, το κυρίως Αγίασμα ή «Κύλυμβο», που ήταν αίθουσα σκεπασμένη με ένα εξωτερικό τρούλο και στο κέντρο της είχε δεξαμενή γεμάτη με αγίασμα, και το δωμάτιο της Παναγίας, όπου υπήρχε εικόνα της, η οποία την έδειχνε να προσφέρει στους πιστούς το άγιο νερό. Η Εκκλησία της Αγίας Σορού είχε χτιστεί την εποχή του Λέοντα του Α’ και υψώνονταν μεταξύ του Αγιάσματος και της Εκκλησίας των Βλαχερνών, ιερά με τα οποία επικοινωνούσε, εκκλησία αυτή ήταν αρκετά μεγάλη και είχε κυκλικό σχήμα («σφαιροειδής ναός»). Εξαιτίας του πλήθους των προσκυνητών που την επισκέπτονταν για τη θαυματουργή της δύναμη, δημιουργήθηκε η ανάγκη να οικοδομηθεί μια άλλη μεγαλύτερη, ικανή να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες του λαού. Αυτή ήταν η Μεγάλη Εκκλησία των Βλαχερνών, το γνωστότερο και μεγαλύτερο ιερό της περιοχής, που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Ο ναός ήταν βασιλική με δύο ευρείες κόγχες στις πλάγιες πλευρές του, που του πρόσδιναν το σχήμα του σταυρού. Αργότερα, σύμφωνα με σχετική μαρτυρία του Θεοφάνη, ο Ιουστίνος ο Β’ πρόσθεσε στην εκκλησία της Θεοτόκου των Βλαχερνών δύο αψίδες στη βόρεια και στην ανατολική της πλευρά, με αποτέλεσμα να πάρει το κτίσμα ένα σαφώς σταυροειδές σχήμα. Η εκκλησία ξεχώριζε για την πολυτέλεια της διακόσμησής της και για τον πλούτο των λατρευτικών της αντικειμένων.
Οι κολόνες ήταν από πράσινο ίασπη, τα κιονόκρανα διακρίνονταν για τον περίτεχνο τρόπο με τον οποίο είχαν λαξευθεί, οι τοίχοι είχαν πολύχρωμη επένδυση και ήταν διακοσμημένοι με λαμπρές ψηφιδωτές παραστάσεις, που είχαν ως θέμα τους διάφορες σκηνές από τον Ευαγγελικό κύκλο. Ο άμβονας ήταν ασημένος και στο πλούσιο σε εικόνες εικονοστάσιο υπήρχαν γλυπτές επίχρυσες παραστάσεις. Η ομορφιά και η μεγαλοπρέπεια του ναού, σε συνδυασμό με τη θαυματουργική του δύναμη, είχαν κάνει να απλωθεί η φήμη του πέρα από την Κωνσταντινούπολη, σε ολόκληρο το βυζαντινό κόσμο, και τον είχαν μεταβάλει σε πραγματικό κέντρο λατρείας των χριστιανών της αυτοκρατορίας.
Η εκκλησία των Βλαχερνών καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1606 αλλά ξαναχτίστηκε με την ίδια μεγαλοπρέπεια και συνέχισε να λειτουργείται σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Η τοποθεσία των Β. ήταν γνωστή επίσης και για το μεγάλο συγκρότημα των παλατιών που ορθώνονταν στη γωνιώδη προέκταση της μικρής τριγωνικής χερσονήσου, όπου ήταν χτισμένη η πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Εδώ βρισκόταν το μέγα Βυζαντινό Παλάτι, πραγματικό επίκεντρο της πολιτικής ζωής του τόπου, η Αγία Σοφιά, ο Ιππόδρομος και πλήθος άλλα δημόσια οικοδομήματα. Σήμερα στο νότιο μέρος των Βλαχερνών, σώζονται τα απομεινάρια του βυζαντινού παλατιού που προφανώς ανήκε στον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο. Οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν ότι τα παλάτια αυτά είχαν αναγερθεί στην περίοδο της δυναστείας των Κομνηνών και υπήρξαν η καρδιά της εκκλησιαστικής και πολιτικής ζωής της αυτοκρατορίας. Το πρώτο παλάτι είχε ιδρυθεί από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081 – 1118) και ονομαζόταν παλάτιον των Βλαχερνών. Δίπλα του, ο Μανουήλ Κομνηνός φρόντισε να χτιστεί μια επιβλητική για τη μεγαλοπρέπειά της αίθουσα υποδοχής, που διακοσμήθηκε με μια ολόκληρη σειρά ψηφιδωτών, που αντλούσαν τα θέματά τους από τα πολεμικά κατορθώματα του βασιλιά. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των ξένων περιηγητών, τα ανάκτορα που είχε ιδρύσει ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν αληθινά μνημεία τέχνης και κάλλους. Οπωσδήποτε, η ακόλουθη παρατήρηση του Ιουδαίου περιηγητή Βενιαμίν, που έζησε το 12ο αι., μεταφέρει, παρά τον υπερβολικό της τόνο, με ενάργεια, τη συγκίνηση και το θαυμασμό που προκαλούσαν στους επισκέπτες της εποχής τα περίλαμπρα αυτά οικοδομήματα: «Στο παλάτι αυτό στέλνονται οι ετήσιοι φόροι σε χρυσό και πολύτιμα υφάσματα και γέμιζαν τους πύργους του. Όσο για την ομορφιά, τον πλούτο και την κατασκευή, το παλάτι τούτο ξεπερνάει όλα τα παλάτια της οικουμένης».
Σήμερα από το συγκρότημα αυτό των πολυτελών οικημάτων διασώζεται μόνο το Παλάτιον του Κωνσταντίνου, που είναι γνωστό ως Τεκφούρ-Σεράι και ο πύργος που χτίστηκε με εντολή του Ισαάκιου Β’ ώς «έρυμα και υπέρεισμα» των ανακτόρων.