Όνομα μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πουλιών, της οικογένειας των Πελαργιδών. Ο λευκός πελαργός (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα πτερύγων που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το φτέρωμα είναι άσπρο, εκτός από τα ερετικά (κωπαία) φτερά που είναι μαύρα – από το κάτω μέρος του λαιμού κρέμονται μακριά κροσσωτά φτερά, το ράμφος και τα πόδια έχουν ζωηρό κόκκινο χρώμα. Ανάμεσα στα τρία μπροστινά δάχτυλα, στη βάση, υπάρχει μια υποτυπώδης μεμβράνη. Ο πελαργός είναι σχεδόν άφωνο πουλί, μόνο κατά τη γαμήλια επίδειξη ο αρσενικός πελαργός κτυπά τα δυο τμήματα του ράμφους του και σε περίπτωση συμπλοκής βγάζει επίσης δυνατά σφυρίγματα.
Ο πελαργός είναι αρκετά κοινός σε μερικές ζώνες της Ευρώπης και της κεντροδυτικής Ασίας, στις περιοχές αυτές φωλιάζει την άνοιξη. Το φθινόπωρο ο πελαργός, τυπικό αποδημητικό πουλί, πηγαίνει να διαχειμάσει στη νοτιοκεντρική Αφρική, από όπου επιστρέφει στο Βορρά μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου. Κατά τις αποδημίες αυτές, ακολουθεί σταθερά δρομολόγια και κάνει διαδρομές που μπορούν να ξεπεράσουν συνολικά τα 10.000 χλμ. Κατασκευάζει τη φωλιά του πάνω στα δέντρα ή συχνά στις κορυφές των στεγών και των πύργων. Κατά τα τέλη της άνοιξης, το θηλυκό γεννά 4 λευκά αβγά. Στην επώαση, που διαρκεί λίγο περισσότερο από ένα μήνα, συμμετέχει και το αρσενικό. Τα μικρά γεννιόνται μ’ ένα λεπτό άσπρο φτέρωμα, που ύστερα από οχτώ ημέρες αντικαθίσταται με άλλο φτέρωμα του ίδιου χρώματος. Δύο μήνες αργότερα κάνουν την πρώτη πτήση τους και μετά δυο βδομάδες εγκαταλείπουν οριστικά τη φωλιά. Ο πελαργός τρέφεται με βατράχους, έντομα, ακρίδες και μικρά τρωκτικά, που τα αναζητεί το πρωί ιδίως και το βράδυ, στις ελώδεις ζώνες. Δεν έχει κρέας φαγώσιμο και δεν είναι βλαβερός στη γεωργία γι’ αυτό και δεν τον κυνηγούν.
Ο μαύρος πελαργός (ciconia nigra), γνωστός ως μαυρολελέκι, μοιάζει πολύ με το λευκό, αλλά είναι λίγο πιο μικρόσωμος. Το φτέρωμά του είναι καστανόμαυρο στα ανώτερα μέρη του σώματος και άσπρο στο στήθος και στην κοιλιά. Το ράμφος και τα πόδια έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα. Φωλιάζει μόνος του στα δάση ή και σε ζώνες με λίγα δέντρα και δεν είναι αγελαίος ούτε και κατά τις αποδημίες του.