
Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών γεννήθηκε στην Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. και πέθανε το 429 π.Χ.). Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, το Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην πολιτική ζωή γύρω στα τριάντα του χρόνια, με τη δημοκρατική παράταξη του Εφιάλτη, ο οποίος μετά τον εξοστρακισμό του Κίμωνα (461 π.Χ.) και την πτώση του συντηρητικού κόμματος και του Αρείου Πάγου μπήκε επικεφαλής της αθηναϊκής πολιτικής. Με τη δολοφονία του Εφιάλτη (461 π.Χ.) ο Περικλής βρέθηκε στην ηγεσία και της δημοκρατικής παράταξης και της αθηναϊκής πολιτικής. Στη θέση αυτή θα παραμείνει περισσότερο από τριάντα χρόνια (461-429 π.Χ.), με μια εξουσία σχεδόν απόλυτη, επιβεβαιωνόμενη όμως με την ελεύθερη εκλογή του ως στρατηγού κάθε χρόνο ως το θάνατο του, με μια μοναδική εξαίρεση το 430 π.Χ. Στην εσωτερική πολιτική του ο Περικλής προχώρησε σε νέες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις: όρισε να αμείβονται τα μέλη της Ηλιαίας για τις ημέρες που δίκαζαν και επεξέτεινε στους πολίτες της τρίτης τάξης (Ζευγίτες) το δικαίωμα να εκλέγονται άρχοντες (457). Τα συμφέροντα του αθηναϊκού δήμου εξυπηρετούσε επίσης ο νόμος του Περικλή, που όριζε ότι πολίτες των Αθηνών ήταν μόνο εκείνοι των οποίων και οι δύο γονείς ήταν Αθηναίοι (451).
Στην εξωτερική πολιτική στόχος του ήταν η αύξηση του αθηναϊκού γοήτρου, η εξασθένιση της Σπάρτης και η επιβολή της κυριαρχίας των Αθηνών σε όλη την Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό συμμάχησε με τα Μέγαρα και πολέμησε εναντίον της Αίγινας, των Βοιωτών και της Σπάρτης, για να εδραιώσει τελικά την αθηναϊκή κυριαρχία στην κεντρική Ελλάδα με τη νίκη στα Οινόφυτα, αφού είχε προηγηθεί μια σοβαρή ήττα στην Τανάγρα (457 π.Χ.). Στο ίδιο διάστημα, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο της οριστικής διακοπής των σχέσεων με τη Σπάρτη και επίθεση της τελευταίας, ολοκλήρωσε την κατασκευή των Μακρών Τειχών και ενίσχυσε τη ναυτική δύναμη, η οποία θα του παρείχε το όργανο για να μετατρέψει τη ναυτική αθηναϊκή συμμαχία της Δήλου, που αρχικά είχε συγκροτηθεί για τη συνέχιση του πολέμου εναντίον των Περσών, σ’ ένα είδος αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Η κυρίαρχη θέση των Αθηνών στη συμμαχία διακηρύχτηκε και τυπικά το 454 π.Χ., όταν το συμμαχικό ταμείο μεταφέρθηκε από τη Δήλο στην Αθήνα και οι εκδηλώσεις αποστασίας των συμμάχων τιμωρήθηκαν πολύ αυστηρά. Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν εξίσου καλά στις μακρινότερες περιοχές: μια εκστρατεία των Αθηναίων στην Αίγυπτο για να βοηθήσουν τον Ίναρω, που είχε εξεγερθεί κατά των Περσών, κατάληξε σε παταγώδη αποτυχία (458-452) ενώ αργότερα η ειρήνη του Καλλίου (449 π.Χ.), με την οποία οι Πέρσες αναγνώριζαν την Αθηναϊκή συμμαχία και την αθηναϊκή επιρροή στις πόλεις της Μ. Ασίας και οι Αθηναίοι παραιτούνταν από άλλες κατακτήσεις, σημείωνε το τέλος της αθηναϊκής επέκτασης και συγχρόνως αφαιρούσε κάθε περιεχόμενο από τη συμμαχία της Δήλου, η οποία είχε συγκροτηθεί ακριβώς για τον πόλεμο εναντίον των Περσών. Ο Περικλής προσπάθησε τότε να συγκαλέσει πανελλήνιο συνέδριο για να πετύχει συμβιβασμό με τη Σπάρτη (448/7 π.Χ.)· οι Σπαρτιάτες όμως αρνήθηκαν και η προσπάθεια απέτυχε. Η κατάληψη της επαναστατημένης Εύβοιας (446 π.Χ.) οδήγησε σε σπαρτιατική επέμβαση, η οποία όμως δεν έφτασε σε πόλεμο με την Αθήνα· αντίθετα Αθήνα και Σπάρτη συνήψαν τριακονταετή ειρήνη (445 π.Χ.) που αναγνώριζε το status quo. Ήσυχος πια από την πλευρά της Σπάρτης ο Περικλής αφοσιώνεται τώρα στον εξωραϊσμό των Αθηνών (τότε κατασκευάστηκαν ο Παρθενώνας και τα Προπύλαια) με χρήματα του συμμαχικού ταμείου και συνεχίζει τις προσπάθειές του για την αύξηση της αθηναϊκής επιρροής και την εδραίωση της συμμαχίας ίδρυση της αποικίας των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία το 447-443, εκστρατεία στον Εύξεινο Πόντο περί το 435) αντιμετωπίζοντας με το κύρος του τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, ο κυριότερος εκπρόσωπος της οποίας, ο Θουκυδίδης, ο γιος του Μιλησία, άσχετος προς τον ιστορικό, εξοστρακίζεται (443 π.Χ.) για δέκα χρόνια. Απόλυτος πια κύριος, αναπτύσσει μεγαλύτερη ακόμα πολιτιστική δραστηριότητα, ενώ στο περιβάλλον του ζουν μερικά από τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε σειρά δίκες εναντίον φίλων του (του Αναξαγόρα και του Φειδία) και της Ασπασίας, της γυναίκας με την οποία ζούσε, που οργάνωσε μια ετερόκλητη αντιπολίτευση για να μειώσει το κύρος του.
Η υπόθεση πως ο Περικλής προκάλεσε τον Πελοποννησιακό πόλεμο ως διέξοδο από τη δυσχερή θέση στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας της δυσαρέσκειας των συμμάχων για την κυριαρχική θέση των Αθηνών, της σπαρτιατικής εχθρότητας και των εσωτερικών αντιδράσεων στις μεθόδους διακυβέρνησής του, δεν έχει καμιά ιστορική απόδειξη. Βέβαιο είναι μόνο ότι έχοντας συνειδητοποιήσει το αναπόφευκτο της σύγκρουσης με τη Σπάρτη επέσπευσε τον πόλεμο, τη στιγμή ακριβώς που του φαινόταν πιο ευνοϊκή για την Αθήνα. Αλλά τα πράγματα πήραν μια τροπή όχι ευχάριστη. Το σχέδιο του να εγκαταλείψουν οι άνθρωποι την ύπαιθρο της Αττικής και να συγκεντρωθούν στην Αθήνα προϋπόθετε μια υπεράνθρωπη δύναμη θέλησης από μέρους τους, ενώ συγχρόνως εξαντλούσε σιγά – σιγά τους οικονομικούς πόρους της πόλης και ενέτεινε τη δυσφορία των συμμάχων. Ο φοβερός λοιμός του 430 ήρθε να εντείνει τη δυσαρέσκεια, που οδήγησε τελικά στην πτώση του. Επανεκλέχτηκε τον επόμενο χρόνο, αλλά σε λίγο πέθανε, θύμα κι αυτός του λοιμού.
Προικισμένος με ευέλικτο πνεύμα, με το χάρισμα να συγκρατεί και να εξισορροπεί τις αντιθέμενες πολιτικές δυνάμεις, προικισμένος με ισχυρό καλλιτεχνικό αίσθημα, ο Περικλής υπήρξε έντιμος και ανιδιοτελής διαχειριστής των κοινών. Συγκρατημένος, δεν επεζήτησε τη λαϊκή εύνοια με δημαγωγικές παραχωρήσεις· επιβαλλόταν στο λαό πρώτα-πρώτα με την ευφράδειά του, της οποίας δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί τεκμήρια. Ως πολιτικός εγκαθίδρυσε στην Αθήνα τις δημοκρατικές ελευθερίες όσο σε κανένα άλλο μέρος του αρχαίου κόσμου, χωρίς να χαλαρωθεί καθόλου η κρατική εξουσία. Η πολιτική του των δημόσιων έργων δημιούργησε αμυντικά και εξωραϊστικά έργα και απασχόλησε ωφέλιμα το λαό. Εισήγαγε το μισθό για τους ηλιαστές και πραγματοποίησε μια μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη με κρατικές επιχορηγήσεις προς τους ανάπηρους και τα ορφανά του πολέμου. Χρησιμοποιώντας όμως το συμμαχικό ταμείο προς όφελος των Αθηναίων πολιτών, δημιούργησε δυσαρέσκειες που δεν μπόρεσε να απαλύνει, αποσυνέδεσε την ψυχή των συμμάχων από την Αθήνα και δεν κατόρθωσε να τους συγχωνεύσει πολιτικά με τους Αθηναίους. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τη γρήγορη διάλυση της συμμαχίας, τη στιγμή ακριβώς που μεταμορφωνόταν σ’ ένα είδος αυτοκρατορίας, αν και για τη σωτηρία της συμμαχίας άρχισε τον πόλεμο με τη Σπάρτη, ο οποίος στέρησε τους Έλληνες από τα ωφελήματα των Περσικών πολέμων, οδήγησε την Αθήνα στην πτώση και σημείωσε την αρχή του τέλους του αρχαίου ελληνισμού. Βαθύτατη είναι η επιρροή που άσκησε η προσωπικότητα του Περικλή στην ιστορία των Αθηνών, που είχαν την τύχη να δουν να ακμάζουν στην ίδια περίοδο μερικά από τα μεγαλύτερα πνεύματα που ανάδειξε η Ελλάδα στην πορεία της ιστορίας της, από τον Αισχύλο ως το Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, από τον Ηρόδοτο ως το Φειδία, από το Λυσία ως τον Ιπποκράτη, από τον Αριστοφάνη ως τον Απολλόδωρο και το Σωκράτη. Η πολιτική του της ανάπτυξης του λαού, της ενθάρρυνσης των τεχνών και της παιδείας, αν δεν καθόρισε ακριβώς, συνέβαλε οπωσδήποτε σημαντικά σ’ αυτήν την άνθηση. Δίκαια λοιπόν ονόμασαν την εποχή του αιώνα του Περικλή.