Αρτιοδάχτυλο μηρυκαστικό του γένους όβις.
Όπως συνέβη και με τη γίδα, το πρόβατο έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους· αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη έχουν προέλθει οι διάφορες φυλές των πρόβατο που εκτρέφονται σήμερα, υποστηρίζεται ότι οι σημερινές ποικιλίες του κατοικίδιου προβάτου προέρχονται κυρίως από το ουριάλ, από το μουφλόν της Αρμενίας, το αργκαλί και το μουφλόν της Σαρδηνίας. Στην Ευρώπη η προβατοτροφία σημείωσε σημαντική αύξηση κατά το Μεσαίωνα κι αυτό εξηγεί τη μεγάλη ανάπτυξη που από εκείνη την εποχή είχε η εριουργία στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Κατά τους νεώτερους χρόνους, οι κτηνοτρόφοι προσπάθησαν μέσω επιμελών επιλογών να πετύχουν βελτιωμένες αποδόσεις μαλλιού, κρέατος και γάλακτος: έχουν έτσι επιτευχθεί φυλές που ανήκουν στον ένα ή στον άλλο τομέα. Το βάρος ενός ζωντανού προβάτου μπορεί να κυμαίνεται από 30 περίπου κιλά ως πάνω από 150, με απόδοση καθαρού κρέατος που, ανάλογα με τις φυλές, κυμαίνεται από 45-70%· η ετήσια παραγωγή μαλλιού ποικίλλει από 2 ως 5 κιλά· η ποσότητα γάλακτος που πετυχαίνεται από ένα πρόβατο, ποικίλλει από 100 ως 1000 λίτρα ετησίως.
Ύστερα από κύηση 5 μηνών, γεννιούνται γενικά μόνο 1 ή 2 μικρά· γεννήσεις 3 ή 4 πρόβατα είναι μάλλον σπάνιες. Ο θηλασμός, που διαρκεί 5 περίπου μήνες για τα άτομα τα προορισμένα για αναπαραγωγή, περιορίζεται σε 5-6 εβδομάδες για τα πρόβατα που προορίζονται για κρέας. Η ωριμότητα έρχεται συνήθως στα δυο χρόνια για το αρσενικό και στον ένα χρόνο περίπου για το θηλυκό. Το κατοικίδιο πρόβατο δεν είναι πολύ μακρόβιο: κατά μέσο όρο ζει μόνο 12-15 χρόνια. Η εκτροφή του προβάτου μπορεί να γίνει στο βοσκότοπο γενικά στα βουνά κατά το καλοκαίρι και στην πεδιάδα τις άλλες εποχές – ή στο μαντρί: το δεύτερο αυτό σύστημα, παρότι το πρόβατο είναι ολιγαρκές, αποδείχνεται πιο επιβαρυντικό για τον κτηνοτρόφο, αλλά μπορεί να δώσει καλά αποτελέσματα αν εφαρμόζεται ορθολογικά.