Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χείμαρρου Πορταϊκού ανάμεσα, στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός πλούσιου μοναστηριού αφιερωμένου στην Παναγία την «Ακαταμάχητον» και είχε χτιστεί όπως μαρτυρούν τα υπολείμματα αρχαίου οικοδομικού υλικού, στη θέση προχριστιανικού ιερού. Σύμφωνα μ’ ένα σημείωμα σε κώδικα του 1788 της μονής Αγίου Παντελεήμονα του Αγίου Όρους, η μονή της Πόρτα Παναγιάς ιδρύθηκε το 1283 από το τον Αυτοκράτορα και διοικητή της Θεσσαλίας Ιωάννη Άγγελο Κομνηνό Δούκα. Ο κτήτορας και άλλοι ευσεβείς αφιερωτές δώρισαν κατά καιρούς στο μοναστήρι πολλά κειμήλια και κτήματα. που οι μοναχοί φρόντισαν και τα διασφάλισαν ιιε αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η πλούσια αυτή μονή διαλύθηκε και τα ιερά σκεύη μεταφέρθηκαν στο γειτονικό μοναστήρι του «Δουσίκου». Από το μοναστηριακό συγκρότημα διατηρήθηκε μόνο το καθολικό, που μετά τη διάλυση της μονής εξακολούθησε να λειτουργεί ως εφημεριακός ναός του χωριού Πόρτα. Το 1854 ή 1855 έπεσε η θολωτή στέγη του μεσαίου κλίτους, αλλά οι κάτοικοι της Πόρτας γρήγορα επισκεύασαν τη ζημιά. Τα τελευταία χρόνια έγιναν ειδικές εργασίες για την προστασία του μνημείου από τα νερά του χειμάρρου Πορταϊκού, που συχνά κατάκλυζε το ναό, συντηρήθηκαν συστηματικά τα ψηφιδωτά και καθαρίστηκαν οι τοιχογραφίες.
Η Πόρτα – Παναγιά αποτελείται από τον κυρίως ναό και τον εξωνάρθηκα. Ο κυρίως ναός είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική σταυρεπίστεγη, φέρει δηλαδή μπροστά από το ιερό μία εγκάρσια καμάρα που διακόπτει τις άλλες και σχηματίζει στη στέγη έναν ύπτιο σταυρό. Ο εξωνάρθηκας, που είναι προσκολλημένος στα δυτικά του κυρίως ναού, έχει τη μορφή μονόχωρου σταυρικού ναού με τρούλο. Στο εξωτερικό η Πόρτα – Παναγιά διακρίνεται για την επιτυχημένη αναζήτηση πλαστικότητας – ποικιλία στο ύψος των στεγών, εγκάρσια καμάρα, υπερύψωση αετωμάτων κλπ. την ενδιαφέρουσα τοιχοδομία και τα ωραία κεραμοπλαστικά κοσμήματα. Στο εσωτερικό διασώζεται το μαρμάρινο τέμπλο με πλούσια γλυπτική διακόσμηση, ένα από τα αρχικά κιονόκρανα, αρκετές από τις αρχικές τοιχογραφίες – κυρίως στο ιερό – και δύο ψηφιδωτές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Αυτές βρίσκονται στις παραστάδες του τέμπλου και είναι τοποθετημένες σε αντίστροφη θέση, δηλαδή αριστερά ο Χριστός και δεξιά η Παναγία. Οι μορφές είναι μετωπικές, όρθιες και ολόσωμες. Είναι σύγχρονες με το μνημείο – τέλη 13ου αι. – και αποτελούν ένα από τα λίγα δείγματα της τέχνης του ψηφιδωτού της τελευταίας περιόδου της βυζαντινής τέχνης.