Πύρρος, Βασιλιάς της Ηπείρου (319-272 π.Χ.).
Γιός του βασιλιά Αιακίδη. Σε ηλικία 12 ετών ανακηρύχτηκε βασιλιάς κάτω από την επιτροπεία συγγενών του, αλλά αφού βασίλευσε μερικά χρόνια (307-303), διώχτηκε από το βασίλειο του με μια επανάσταση που υποκίνησε ο Κάσσανδρος. Ακολούθησε τότε τις τύχες του Αντίγονου Μονόφθαλμου και του Δημήτριου Πολιορκητή έως ότου, με την αιγυπτιακή βοήθεια, κατόρθωσε να καταλάβει πάλι το θρόνο της Ηπείρου (297). Στην αρχή συμβασίλευσε με το Νεοπτόλεμο, που είχε ανακηρυχτεί κατά την απουσία του βασιλιάς, αλλά γρήγορα απαλλάχτηκε από αυτόν.
Ο Πύρρος είχε μεγάλες επιτυχίες στον αγώνα κατά της Μακεδονίας για την ανεξαρτησία της χώρας του, επωφελούμενος και από την εχθρότητα των άλλων ελληνιστικών βασιλιάδων προς τον Δημήτριο. Περίπου το 285, εξουσίαζε εκτός από την Ήπειρο, την Τυμφαία, τη μισή Μακεδονία, ως τον ποταμό Αξιό, μέρος της Θεσσαλίας, την Αμβρακία, την Αμφιλοχία και την Ακαρνανία. Αλλά ένας πόλεμος εναντίον του Λυσίμαχου, ο οποίος μετά την εξαφάνιση από τη σκηνή του Δημήτριου Πολιορκητή, έβλεπε με ανησυχία την υπερβολική εξάπλωση της κυριαρχίας του Πύρρου, στοίχισε στον Πύρρο την απώλεια μεγάλου μέρους των κτήσεων του (282). Εκστράτευσε τότε στην Ιταλία, για να βοηθήσει τους Ταραντίνους, και γενικότερα τους Ελληνες, εναντίον της Ρώμης, αλλά αφού κατόρθωσε να νικήσει δύο φορές τα στρατεύματα της, στην Ηράκλεια (για τις μεγάλες απώλειες που του στοίχισε αυτή η νίκη είπε τη γνωστή φράση, πως αν κερδίσει ακόμα μια τέτοια νίκη θα γυρίσει στην Ελλάδα χωρίς στρατιώτη και από εδώ βγήκε η παροιμιακή φράση «πύρειος νίκη») και στο Άσκλο της Απουλίας (280-79), δεν κατόρθωσε να συνάψει μαζί της ειρήνη.
Πέρασε τότε στη Σικελία για να βοηθήσει τους Έλληνες, που τους απειλούσαν οι Καρχηδόνιοι, οι οποίοι νικήθηκαν και περιορίστηκαν μόνο στην κτήση του Λιλυβαίου. Ύστερα από μάταιες προσπάθειες για την ανακατάληψή του, ο Πύρρος αποφάσισε, – σ αυτό συνέβαλαν και οι δυσαρέσκειες που γεννήθηκαν εναντίον του μεταξύ των Ελλήνων της Σικελίας – να επιστρέψει στην Ιταλία, Κλείστηκε στον Τάραντα, αλλά μετά την αμφίρροπη μάχη του Βενεβέντου εναντίον των Ρωμαίων (275) επέστρεψε στην Ήπειρο, αφήνοντας τη φρούρηση της πόλης στο γιο του Έλενο.
Στην Ελλάδα στο μεταξύ είχε αλλάξει η πολιτική κατάσταση. Η Μακεδονία είχε ανακτηθεί ολόκληρη από τον Αντίγονο Γονατά, η Αιτωλική Συμπολιτεία βρισκόταν στην ακμή της, η Βοιωτία και η Αττική ήταν ανεξάρτητες. Ο Πύρρος είχε κάποια επιτυχία, όχι αποφασιστική, εναντίον του Αντίγονου Γονατά (274) και κατόπιν στράφηκε εναντίον της Σπάρτης, ενώ ο βασιλιάς της Αρεύς έλειπε στην Κρήτη, χωρίς να κατορθώσει να την καταλάβει. Μετά την άφιξη του Γονατά και του Αρη, ο Πύρρος αποσύρθηκε με σημαντικές απώλειες, κατορθώνοντας να εισχωρήσει αιφνιδιαστικά στο Αργος, όπου όμως σκοτώθηκε σε οδομαχία (272).
Ο Πύρρος υπήρξε αναμφισβήτητα γενναίος και μεγάλος στρατηγός, αλλά και εξίσου φιλόδοξος, και η φιλοδοξία του αυτή δεν ήταν πάντοτε ξένη προς τις αποφάσεις του και προς την πραγματικότητα.