Κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, ο Γαλιλαίος συνέλαβε την αρχή του ισοχρονισμού των ταλαντώσεων ενός εκκρεμούς. Την αρχή αυτή την εκμεταλλεύτηκαν στην τεχνική των ρολογιών μόνο μισό αιώνα αργότερα, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στην ωρολογοποιία. Πριν από την εισαγωγή του εκκρεμούς, η ακρίβεια της μέτρησης του χρόνου ήταν πολύ χαμηλή. Ένα σφάλμα ενός τέταρτου της ώρας την ημέρα ήταν κάτι το κανονικό. Η ακριβής μέτρηση του χρόνου έγινε δυνατή μόνο με την εμφάνιση του εκκρεμούς. Η κατασκευή ενός μηχανικού ρολογιού με εκκρεμές ως ρυθμιστή, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Χόυχενς το 1657. Ο Γαλιλαίος εξάλλου είχε κατασκευάσει από το 1641 ένα σχέδιο ρολογιού με εκκρεμές. Μια άλλη εφεύρεση του Χόυχενς στον τομέα της ωρολογοποιίας είναι «το βάρος διατήρησης»: ένα σύστημα δηλαδή που διατηρεί τη δύναμη του μηχανισμού ενώ ξετυλίγεται το αρχικό βάρος ή το ελατήριο. Στο Χόυχενς επίσης ανήκει (αν και ο Χουκ ισχυρίστηκε πως το εφεύρε πρώτος) ο ταλαντωτής με ελατήριο (τρίχα) που επέτρεψε να περιοριστεί πολύ ο όγκος των ρολογιών. Ο ταλαντωτής, που ελέγχεται από σπειροειδές ελατήριο, ταλαντεύεται γύρω από το δικό του άξονα με περίοδο σταθερής ταλάντωσης, που εξαρτιέται από τη ροπή αδράνειας του ταλαντωτή και την ελαστικότητα και το μάκρος του ελατήριου. Η επιτάχυνση της βαρύτητας επομένως δεν επηρεάζει την κίνηση του ρολογιού· επιπλέον, καθώς η γωνιακή επιτάχυνση ενός ταλαντωτή με ελατήριο είναι κατά πολύ ανώτερη από την επιτάχυνση οποιουδήποτε χτυπήματος που μπορεί να δοθεί σ’ ένα ρολόι, ο ταλαντωτής λύνει το πρόβλημα του φορητού ρολογιού, που υπόκειται στις κινήσεις του ανθρώπου που το κρατά και στα πιθανά χτυπήματα.