Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σαλαμάνδρες ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σαλαμάνδρα (salamandra salamandra) που λέγεται και στικτή, της οποίας αναφέρουμε εδώ τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά. Η σαλαμάνδρα αυτή, της οποίας είναι γνωστά 10 περίπου υποείδη, είναι διαδομένη στη νοτιοκεντρική Ευρώπη, στη βορειοδυτική Αφρική και στη Μικρά Ασία, όπου συχνάζει σε υγρά μέρη και σε υψόμετρο όχι μεγαλύτερο των 2000 μ. Έχει συνολικό μήκος 18-28 εκ. τα μισά από τα οποία καταλαμβάνει η ουρά. Το δέρμα της, μαύρο με κίτρινες κηλίδες που έχουν σχήματα και μεγέθη διαφορετικά, είναι πλούσιο σε αδένες, που είναι ιδιαίτερα έκδηλοι στα πλάγια της σπονδυλικής στήλης, στα πλευρά και πίσω από τα μάτια: οι αδένες αυτοί εκκρίνουν τοξικές ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν το θάνατο μικρών ζώων, στους βλεννογόνους του ανθρώπου οι ουσίες αυτές προκαλούν παροδική φλόγωση και ερύθημα. Η μαύρη και κίτρινη σαλαμάνδρα τρέφεται κυρίως με σκουλήκια, προνύμφες και έντομα με μαλακό περίβλημα, τα οποία αναζητεί γενικά κατά τις νυχτερινές ώρες. Εκτός από τις περιοχές με πολύ ήπιο κλίμα, στις άλλες περνά το χειμώνα σε νάρκη, κρυμμένη στο έδαφος. Η αναπαραγωγή της σαλαμάνδρας αυτής γίνεται σε διάφορες εποχές από την άνοιξη ως το φθινόπωρο: 10 – 70 προνύμφες (που έχουν μήκος 2 – 3 εκ. και είναι εφοδιασμένες με 4 πόδια, καθώς και με δύο δέσμες βραγχίων) εναποθέτονται στο νερό όπου, σε 3 μήνες περίπου, συμπληρώνουν τη μεταμόρφωση· κατά το τέλος της μεταμόρφωσης αυτής εξαφανίζονται τα βράγχια και οι μικρές σαλαμάνδρες, που φτάνουν το μήκος των 5-6 εκ., βγαίνουν στην ξηρά. Ένα συγγενικό είδος, που ζει στις Αλπεις και σε διάφορες ορεινές περιοχές της Βαλκανικής σε υψόμετρα από 1000 ως 3000 μ., είναι η μαύρη σαλαμάνδρα. (salamandra atra), που έχει μέσο μήκος 12 εκ. και δέρμα ομοιόμορφα μαύρο. Η σαλαμάνδρα αυτή, αντίθετα από την προηγούμενη, είναι ζωοτόκα και γεννά στο έδαφος λίγα μικρά, μήκους 3 περίπου εκ., αλλά ήδη σχηματισμένα.
Στην οικογένεια των Κρυπτοβραχιδών μιας υπόταξης συγγενούς μ’ εκείνη των δύο ειδών που αναφέραμε, ανήκουν τα σημερινά αμφίβια μεγάλων διαστάσεων: ο μεγαλοβάτραχος της Ιαπωνίας (megalobatrachus japonicus), η του πατρός Δαβίδ (megalobatrachus davidianus)
Το πρώτο από τα δύο αυτά είδη ζει στους ορεινούς ποταμούς του ιαπωνικού νησιού Χονσού και τρέφεται με ψάρια, αμφίβια, σκουλήκια και καρκινοειδή. Η σαλαμάνδρα αυτή, με γκρίζο – καφέ χρώμα, προικισμένη με πολυάριθμες ακροχορδώνες, παραμένει σχεδόν ακίνητη σε σκοτεινές ζώνες και σε βάθος μικρότερο των 2μ. Μπορεί να φτάσει συνολικό μήκος 1,5μ . και ζυγίζει από 45 ως πάνω από 100 κιλά. Η αναπαραγωγή της γίνεται με αβγά από τα οποία ύστερα από 7-10 εβδομάδες, γεννιούνται προνύμφες μήκους 3 περίπου εκ.: οι προνύμφες . αυτές είναι προικισμένες με δέσμες βραγχίων.που βρίσκονται στα πλευρά της κεφαλής, και εξαφανίζονται κατά το τέλος της μεταμόρφωσης, όταν οι προνύμφες φτάσουν το μήκος των 20 περίπου εκ. Η σαλαμάνδρα του πατρός Δαβίδ έχει διαστάσεις και συνήθειες ανάλογες με το προηγούμενο είδος, αλλά είναι διαδομένη σ’ εκτεταμένες περιοχές της δυτικής Κίνας.