Σαν Σήμερα 15 Μαΐου,
του 1859 γεννήθηκε ο Γάλλος φυσικός Πιερ Κιουρί. Ο Πιερ που γεννήθηκε στο Παρίσι και πέθανε το 1906, αναδείχτηκε από πολύ νέος, σπουδαίος φυσικός και θεωρούνται θεμελιώδεις οι έρευνές του επί του πιεζοηλεκτρισμού και επί των μαγνητικών ιδιοτήτων των σε διάφορες θερμοκρασίες. Οι έρευνες αυτές απόδειξαν, ότι για κάθε ουσία υπάρχει μία χαρακτηριστική θερμοκρασία, πέρα από την οποία παρατηρείται μεταβολή των μαγνητικών ιδιοτήτων της: η θερμοκρασία αυτή είναι γνωστή σαν «σημείο Κιουρί».
Το 1895, ο Πιερ παντρεύτηκε την Πολωνή Μαρία Σκλοντόφσκα (Βαρσοβία 1867 – 1934), η οποία με μεγάλες θυσίες είχε σπουδάσει στη Σορβόνη. Προερχόμενη από μορφωμένη πολωνική οικογένεια, αφιερώθηκε στη μελέτη της επιστήμης του πατέρα της και τελείωσε με λαμπρές επιδόσεις τις σπουδές της στην Πολωνία. Από το 1885 ως το 1890 αναγκάστηκε να εργαστεί σαν δασκάλα για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα και να πάει να συμπληρώσει τις σπουδές της στο Παρίσι, γιατί εκείνη την εποχή δε φοιτούσαν γυναίκες στα πολωνικά πανεπιστήμια.
Οι πρώτες ανακοινώσεις του Ανρί Μπεκερέλ για τις ακτινοβολίες που εξέπεμπαν τα άλατα του ουρανίου, διέγειραν το ενδιαφέρον Κιουρί και η Μαρία μάλιστα διάλεξε αυτά τα φαινόμενα σαν θέμα της διδακτορικής διατριβής της. Στο σημείο ακριβώς αυτό έχει την αρχή ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής. Σε λίγο χρόνο καθορίστηκε, ότι η ένταση των ακτίνων είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα του ουρανίου που περιέχεται στην ένωση– εκτός τούτου η εκπομπή των ακτίνων δεν επηρεαζόταν από τις εξωτερικές συνθήκες (μεταβολές θερμοκρασίας, πίεσης, φωτισμού και από την ιδιαίτερη χημική ένωση, μέρος της οποίας αποτελούσε το ουράνιο. Αυτό τους έκανε να καταλήξουν στο συμπέρασμα, ότι η εκπομπή των ακτίνων ήταν μια ατομική ιδιομορφία του ουρανίου. Από το συμπέρασμα αυτό προέκυψε το πρόβλημα, εάν υπήρχαν και άλλα στοιχεία προικισμένα με την ίδια ιδιομορφία. Η εξέταση των γνωστών στοιχείων οδήγησε στην ανακάλυψη (η οποία έγινε συγχρόνως αλλά ανεξάρτητα και από άλλους ερευνητές) ότι και το θόριο εκπέμπει ακτινοβολίες. Έτσι η ονομασία «ακτίνες ουρανίου» αποδείχτηκε ανεπαρκής: η Μαρία πρότεινε να ονομάσουν «ραδιενέργεια» την ιδιότητα της εκπομπής ακτινοβολιών και «ραδιενεργά» τα σώματα που την έχουν.
Πολύ μεγαλύτερη σημασία είχε η παρατήρηση, ότι μερικά ορυκτά ουρανίου παρουσιάζουν ραδιενέργεια όχι μόνο μεγαλύτερη από εκείνη που άφηνε να προβλεφθεί η περιεκτικότητά τους σε ουράνιο, αλλά μεγαλύτερη και από το ίδιο το ουράνιο· η παρατήρηση αυτή τους έκανε να υποθέσουν, ότι στα ορυκτά εκείνα υπήρχε κάποιο άλλο στοιχείο, άγνωστο ακόμα και πολύ πιο ραδιενεργό από το ουράνιο.
Στις 18 Ιουλίου 1898, οι Κιουρί είναι σε θέση να αναγγείλουν στην Ακαδημία των Επιστημών την ανακάλυψη ενός νέου στοιχείου, του πολωνίου (ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της πατρίδας της Μαρίας)· στις 25 Δεκεμβρίου αναγγέλλεται η ανακάλυψη του ραδίου. Η ανακάλυψη των δύο στοιχείων έγινε δυνατή από τη ραδιενέργεια τους· τα στοιχεία αυτά συναντιούνται στη φύση σε τόσο αμυδρά ίχνη, ώστε δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν οι ιδιότητες τους και η φασματοσκοπική τους ταυτότητα. Γι’ αυτό έπρεπε να παρασκευαστούν ποσότητες των νέων στοιχείων, τέτοιες που να μπορεί να ζυγιστούν. Επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, εργαζόμενοι σε μια πρώην αποθήκη και με ελάχιστα μέσα, εξέταζαν τύπους ορυκτών που τους πρόσφεραν τα ορυχεία τουSankt Joachimstahl(Βοημία), και προσπαθούσαν να διαχωρίσουν το ράδιο, ανιχνεύοντάς το από τη ραδιενέργεια. Η τεχνική που τελειοποιήθηκε γι’ αυτή την εργασία δεν είναι λιγότερο σημαντική από την επιμονή και το πνεύμα θυσίας που τους οδήγησε στην επιτυχία. Για να δοθεί μια ιδέα των δυσχερειών που κατανίκησαν, αρκεί να αναφερθεί, ότι η μάζα του ραδίου αποτελεί το ένα εκατομμυριοστό της μάζας του ορυκτού. Για να παρακολουθήσουν το ραδιενεργό στοιχείο και τις χημικές του μετατροπές, κατασκεύασαν το ηλεκτρόμετρο με τεταρτημόρια συνδεμένα με πιεζοηλεκτρικό χαλαζία. Το διαχωρισμό του ραδίου τον πέτυχαν με κλασματική κρυστάλλωση, εκμεταλλευόμενοι τη μικρότερη διαλυτότητα του χλωριούχου ραδίου σε σχέση με το χλωριούχο βάριο. Το 1902 ετοιμάστηκε μια ποσότητα χλωριούχου ραδίου, αρκετή για να προσδιοριστεί το ατομικό βάρος του. Τον ίδιο χρόνο, η Μαρία έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα. Για την ανακάλυψη του ραδίου και για τις μελέτες τους στο θέμα της ραδιενέργειας οι Κιουρί μοιράστηκαν με τον Ανρί Μπεκερέλ το βραβείο Νομπέλ της φυσικής του 1903.
Ακολούθησαν χρόνια εντατικών ερευνών επί της ραδιενέργειας με λαμπρά αποτελέσματα.
Στις 9 Απριλίου 1906, ο Πιερ πέθανε σε ένα οδικό δυστύχημα· η Μαρία τον διαδέχτηκε στην έδρα και στη διεύθυνση του εργαστηρίου: ήταν η πρώτη γυναίκα που γινόταν δεκτή να διδάξει στη Σορβόνη. Το 1910 δημοσίευσε το θεμελιώδες έργο της Μελέτη επί της ραδιενεργείας (Traite de radio – activite) και τον επόμενο χρόνο συμπλήρωσε την απομόνωση του μεταλλικού ραδίου, επίτευγμα εξαιρετικά δύσκολο, εξαιτίας της τεράστιας δραστικότητας του στοιχείου.
Για να τιμηθεί αυτή η περίοδος δραστηριότητας της, η Μαρία πήρε πάλι το βραβείο Νομπέλ, για τη χημεία, το 1911: είναι το μοναδικό μέχρι στιγμής πρόσωπο που τιμήθηκε δύο φορές με τη διάκριση αυτή στον επιστημονικό κόσμο.
Τα επόμενα χρόνια τα αφιέρωσε στην ίδρυση του Ραδιολογικού Ινστιτούτου, στη συγκρότηση ενός ραδιολογικού υλικού για το γαλλικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου 1914-18, στη διεύθυνση του Ραδιολογικού Ινστιτούτου και στην ανάδειξη σειράς νέων επιστημόνων. Η Μαρία πέθανε από τις συνέπειες των ακτινοβολιών. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε συμπληρώσει το τελευταίο της έργο για τη ραδιενέργεια.
Από τις δύο κόρες των Κιουρί, η Ιρέν (1897-1956) και η Εύα (1904), η μεγαλύτερη παντρεύτηκε το φυσικό Φρεντερίκ Ζολιό, ο οποίος ήταν μαθητής της μητέρας της. Σε συνεργασία με τον άντρα της, η Ιρέν ανακάλυψε την τεχνητή ραδιενέργεια και τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη χημεία το 1935.