του 1453, εάλω η Πόλις, από τους Οθωμανούς Τούρκους, έπειτα από πολιορκία ενός χρόνου, αλώθηκε η Πόλη των Πόλεων.
Λίγα λόγια για την Βυζαντινή αυτοκρατορία:
Βυζαντινή αυτοκρατορία (ή ΜεταγενέστεροΡωμαϊκό ή Ανατολικό Κράτος) καλούμε το ανατολικότμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσατουτμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους συνέχισε για έντεκα περίπου αιώνες ακόμα, την αυτόνομη πια ζωή του, ήταν το Βυζάντιο (η μεταγενέστερη χριστιανική Κωνσταντινούπολη) που είχαν ιδρύσει το 685 π.Χ. άποικοι από τα Μέγαρα στις ακτές του Βοσπόρου.
Ο όρος «Βυζαντινή αυτοκρατορία» όμως γεννά προβλήματα. Όσο και αν ερευνήσουμε τις πηγές μας, ελληνικές και ξένες, μάταια θ’ αναζητήσουμε τον όρο αυτό. Και πολύ φυσικά: οι όροι «Βυζαντινός» και «βυζαντινή ιστορία», με τη σημασία του κατοίκου και της ιστορίας του κράτους, που πρωτεύουσα του είχε την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και ο όρος «Βυζαντινή αυτοκρατορία», είναι όροι ανύπαρκτοι στις πηγές. Οι κάτοικοι του κράτους του Βοσπόρου ποτέ δε χρησιμοποίησαν για τον εαυτό τους, το κράτος τους και την ιστορία τους το επίθετο «βυζαντινός». Τους εαυτούς τους ονόμαζαν «Ρωμαίους», την αυτοκρατορία τους τη λέγανε «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» και πρωτεύουσά τους ήταν η «Νέα Ρώμη». Ο όρος «βυζαντινός» είναι νεολογισμός. Τον εισήγαγε για πρώτη φορά ο Γ. Βολφ, το 1562, όταν ίδρυσε το Corpus Historiae byzantinae και τον καθιέρωσε ο Φιλίπ Λαμπ, ο ιδρυτής της Βυζαντίδος του Λούβρου προλογίζοντας το έργο του με τις λέξεις: De Byzantinae historiae scriptoribus (1648). To 1680 ο Δουκάγγιος τιτλοφόρησε το έργο του, στο οποίο διαπραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης, Historia byzantina. Η «Βυζαντινή ιστορία» είχε βρει πια τη θέση της στην επίσημη επιστημονική ορολογία. Κι από τότε ο επιστημονικός κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να χρησιμοποιεί τα ονόματα «Βυζαντινή αυτοκρατορία» και «Βυζαντινοί» για να δηλώσει την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και τους κατοίκους που ζούσαν μέσα στα όριά της.
Αυτό όμως που εμείς καλούμε Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν για τους κατοίκους της παρά μια αδιάσπαστη συνέχεια της παλαιότερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Συνέχεια όμως της Ρωμαϊκής, η Βυζαντινή αυτοκρατορία είναι φυσικό ότι κληρονόμησε τόσο στατικά όσο και δυναμικά το γεωγραφικό χώρο μέσα στον οποίο έδρασε εκείνη. Στατικά, επειδή τα όρια της νέας αυτοκρατορίας ήταν και όρια της παλιάς, όσα και όπως η φορά των πραγμάτων διαμόρφωσε μέσα στο πέρασμα των αιώνων· δυναμικά πάλι, επειδή η νέα αυτοκρατορία ως πρώτιστη αποστολή της αισθανόταν την αποκατάσταση των ορίων της μέγιστης ρωμαϊκής ακμής: η έρημος της Αφρικής, ο Ατλαντικός, η Βόρεια Θάλασσα, ο Ρήνος και ο Δούναβης, η Αρμενία, η Μεσοποταμία, η έρημος της Συρίας και της Αραβίας, η Ερυθρά Θάλασσα, η Άνω Αίγυπτος και η έρημος που αγκάλιαζε την Κυρηναϊκή, αυτά ήταν τα σύνορα του παλαιότερου και αυτά όφειλαν να είναι τα σύνορα του νέου ρωμαϊκού κράτους. Βέβαια με την πάροδο του χρόνου τα σύνορα του κράτους μεταβάλλονταν και μίκραιναν. Κάτω από την πίεση των παντοδαπών επιδρομέων ή αυτοκρατορία έχασε μία-μία τις κτήσεις της στη Δύση, στο Βορρά, στο Νότο και στην Ανατολή. Τελευταία περιορίστηκε στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και τέλος έπεσε κι αυτή με την κατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Τούρκους.
Στον τεράστιο χώρο που καλύπτει η αυτοκρατορία, αναδεύεται πλειάδα λαών και φύλων: Έλληνες και εξελληνισμένα φύλα. Κατόπιν Αρμένιοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι, Σύροι. Τέλος υπολείμματα παλαιότερων μικρασιατικών λαών της Καππαδοκίας, της Φρυγίας, της Iσαυρίας. Έτσι όμως η ιστορία των πρώτων αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν είναι η ιστορία ενός μόνο λαού, ενός έθνους, αλλά ενός υπερεθνικού κράτους που αποτελείται από διάφορα εθνολογικά στοιχεία. Τούτο όμως ακριβώς αποτελεί και το μεγαλείο του Βυζαντίου: ότι η αυτοκρατορία του Βοσπόρου ήταν μόρφωμα κρατικό με αποστολή εξόχως οικουμενική. Δεν περιοριζότανε στα στενά εθνολογικά πλαίσια ενός λαού, μα αγκάλιαζε όλον τον κόσμο. Η έκφραση όμως «υπερεθνικό κράτος με οικουμενική αποστολή» δεν πρέπει να μας αφήσει την εντύπωση ότι η προσφορά των διάφορων εθνολογικών στοιχείων που ζούσαν στο Βυζάντιο ήταν η ίδια, ποσοτικά και ποιοτικά, και ότι όλοι οι λαοί που αναφέραμε, και άλλοι ακόμα έπαιξαν τον ίδιο θετικό ρόλο στη διαμόρφωση των πεπρωμένων της αυτοκρατορίας. Όλοι αυτοί, Ιλλυριοί, Σκύθες, Ασιάτες, Σλάβοι, Αρμένιοι κλπ., αποτελούσαν απλώς το παροδικό και επιπόλαιο, τοστοιχείο το ερχόμενο και παρερχόμενο, που αφομοιωνόταν με την επίδραση των εκπολιτιστικών προσπαθειών του κράτους και της Εκκλησίας και της αφομοιωτικής δύναμης του έμμονου και σταθερού στοιχείου της βυζαντινής πολιτιστικής λάμψης, δηλαδή της λάμψης του ελληνισμού.
Τονίζουν συχνά, ιδίως τα τελευταία χρόνια, πως Αρμένιοι ή εκπρόσωποι άλλων εθνοτήτων έφτασαν στα ύψιστα αξιώματα ή ανέβηκαν και σ’ αυτόν ακόμα τον αυτοκρατορικό θρόνο. Και μ’ αυτόν τον τρόπο θέλουν να διατρανώσουν τη συμβολή του ενός ή του άλλου εθνολογικού στοιχείου στη ζωή και στη δράση του Βυζαντινού κράτους. Ασφαλώς δεν πρέπει να υποτιμούμε το ρόλο που οι διάφορες εθνότητες έπαιξαν στη ζωή του κράτους. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός, πως πρέπει να ιεραρχήσουμε την προσφορά τους. Εκτός απ’ αυτό πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε κι ένα άλλο αναμφισβήτητο γεγονός: από τη στιγμή που οι διάφοροι λαοί αποχτούσαν εθνική συνείδηση, αποχωρίζονταν σιγά-σιγά από το κράτος. Από την άλλη πλευρά, όσο οι Έλληνες λάβαιναν συνείδηση του εαυτού τους, ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με το κράτος, που σιγά-σιγά έγινε ελληνικό, όχι μόνο κατά τη γλώσσα και τον πολιτισμό, αλλά και κατά τη συνείδηση. Άλλωστε είναι γεγονός αναγνωρισμένο, ότι σ’ όλους αυτούς τους διαφορετικούς λαούς είχε αποτυπωθεί η σφραγίδα του ελληνισμού: εκκλησιαστική τους γλώσσα ήταν η ελληνική, όπως ελληνική επίσης ήταν η γλώσσα του εμπορίου και των διεθνών συναλλαγών. Μεγάλα κέντρα του ελληνισμού, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Εφεσος, η Θεσσαλονίκη, για ν’ αναφέρουμε τα κυριότερα μόνο από αυτά, ενίσχυαν και μετάδιναν συνεχώς τη λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Τους συνεκτικούς δεσμούς του κράτους που σφυρηλατούσε η ελληνική πνευματική ακτινοβολία ενίσχυσε κι άλλος παράγοντας ο θρησκευτικός. Και με τα νάματα της χριστιανικής θρησκείας, με την ελληνική παιδεία και γλώσσα και με τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση, η Βυζαντινή αυτοκρατορία αποδείχτηκε πολιτιστική δύναμη ασύγκριτης ισχύος και κατόρθωσε να μεταβάλει τους πρωτόγονους αντιπάλους της σε δημιουργικά μέλη οικουμενικής πολιτιστικής κοινότητας.