μάντις
Έντομο της τάξης των μαντιδών, που περιλαμβανόταν άλλοτε στην τάξη των ορθοπτέρων (mantis religiosa).
Η μάντις αυτή ζει κυρίως στις ηλιόλουστες ζώνες, στα χορτάρια και στους θάμνους· είναι διαδεδομένη σε όλη σχεδόν την Ευρώπη -στην Ελλάδα είναι κοινότατη και είναι γνωστή με το όνομα «αλογάκι της Παναγίας» – σε μεγάλες εκτάσεις στην Ασία και στη βόρεια Αφρική και, ύστερα από εισαγωγή για εγκλιματισμό, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το θηλυκό έχει μήκος 7 περίπου εκ., ενώ το αρσενικό λίγο μικρότερο* το σώμα ευλύγιστο, είναι πράσινο ή καφεκιτρινωπό το κεφάλι είναι εξαιρετικά ευκίνητο, τριγωνικό, με λεπτές κεραίες, και στοματικά όργανα μασητικού τύπου· ο προθώρακας είναι λεπτός και επιμήκης. Τα έξι πόδια της είναι πολύ αναπτυγμένα: τα πόδια του πρώτου ζευγαριού, που είναι αρπακτικού τύπου, αναδιπλώνονται και διατηρούνται μισοκλεισμένα στη μακριά και ισχυρή κνήμη, η οποία φέρει αιχμηρές οδοντώσεις. Για τη στάση της αυτή, που θυμίζει στάση προσευχόμενου, πήρε το παράξενο αυτό έντομο την ονομασία μάντις η θεοσεβής.
Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι διαφανείς και άχρωμες, εκτός από τα χείλη τους, που έχουν απόχρωση όμοια με του σώματος οι εμπρόσθιες – έλυτρα – είναι ελαφρά χττινώδεις κι έχουν περγαμηνοειδή σύσταση. Η μάντις αναπτύσσει τη δραστηριότητα της τη θερμή εποχή και τρέφεται γενικά με έντομα, τα οποία, απομιμούμενη το γύρω περιβάλλον, συλλαμβάνει αιφνιδιαστικά με τα αρπακτικά πόδια της. Στις αρχές του φθινοπώρου, το θηλυκό – που συνήθως μετά τη γονιμοποίηση καταβροχθίζει το αρσενικό – γεννάει συνολικά περί τα χίλια αβγά, κλεισμένα σε δύο η τρεις ωοθήκες, μήκους 4 περίπου εκ. που αποτελούνται από μια ουσία μεταξοειδούς τύπου· τα αβγά ανοίγουν την επόμενη άνοιξη κι απ‘ αυτά βγαίνουν νεαρά άτομα όμοια με τα ακμαία, αλλά πιο μικρά και άπτερα.