Το Κοίλο του Θεάτρου του Διονύσου
Το Θέατρο του Διονύσου αποτελεί το σημαντικότερο μνημείο της Νότιας Κλιτύος της Ακροπόλεως, καθώς εδώ, τον 5ο αιώνα π.Χ., παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά οι κορυφαίες δημιουργίες του Αρχαίου Δράματος. Για τη μορφή του κοίλου του Θεάτρου κατά την εποχή αυτή έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί διάφορες επιστημονικές απόψεις, χωρίς καμία να επικρατεί. Ωστόσο, θεωρείται ότι απλούστερο και ίσως όχι ημικυκλικό, κατελάμβανε μέρος μόνο της σημερινής έκτασης. Το κοίλο απέκτησε τη συνολική του έκταση, μαζί με την ολόλιθη κατασκευή, μετά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Το φιλόδοξο πρόγραμμα της ανακατασκευής του Θεάτρου συνδέεται με το όνομα του ρήτορος Λυκούργου, ο οποίος διαχειρίστηκε τις δημόσιες δαπάνες των Αθηνών μεταξύ του 338 και του 324 π.Χ.
Το γενικό του σχήμα είναι ακανόνιστο και καθορίζεται στα νότια από τα αναλήμματα των παρόδων, στα ανατολικά από το Ωδείο του Περικλέους (του 5ου π.Χ. αιώνος), στα δυτικά και εν μέρει στα βόρεια από τα περιμετρικά αναλήμματα ενώ στα βόρεια, σε ένα μεγάλο τμήμα, από την κατατομή – το ημικυκλικά, δηλαδή, λαξευμένο μέτωπο του βράχου της Ακροπόλεως. Η διαίρεση σε θέατρο και επιθέατρο γίνεται από τον διερχόμενο Περίπατο, έναν δημόσιο δρόμο, ο οποίος λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως διάζωμα του Θεάτρου.
Δεκατέσσερις κλίμακες σε ακτινωτή διάταξη διαιρούν το κοίλο σε δεκατρείς κερκίδες. Οι σειρές των εδωλίων, αποτελούνται από μεγάλους καλολαξευμένους ασβεστόλιθους από την πειραϊκή ακτή. Οι θέσεις της πρώτης σειράς, οι προεδρίες, δεν είναι απλώς πολυτελείς, αλλά καθεαυτές έξοχα έργα μαρμαροτεχνίας. Στο μέσον της πρώτης σειράς δεσπόζει ο μαρμάρινος θρόνος του ιερέως του Διονύσου.
Το θέατρο του Διονύσου εγκαταλείφθηκε μετά το τέλος της αρχαιότητας, ενώ κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα ίχνη του σταδιακά εξαφανίσθηκαν κάτω από επιχώσεις. Η ανασκαφή του πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1862 και 1895.
Η μελέτη σταδιακής αποκατάστασης του κοίλου εκπονήθηκε το 2003. Η μεγάλη έκτασή του μνημείου κατέστησε αναγκαίο τον επιμερισμό του προτεινόμενου έργου σε αναστηλωτικά στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά στην αποκατάσταση των τριών κεντρικών κερκίδων. Βασική αρχή της επέμβασης είναι ο περιορισμός των εργασιών στις ανώτερες περιοχές των κερκίδων, όπου παρατηρούνται τα μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς αυτές έχουν σε μεγάλο βαθμό προέλθει από νεώτερες πρόχειρες ανασυνθέσεις σειρών από διάσπαρτα εδώλια ή τμήματά τους. Τα αναδομούμενα τμήματα των κερκίδων θα περιλαμβάνουν διάσπαρτο αρχαίο υλικό, που θα επανενταχθεί, καθώς και συμπληρώσεις από νέο λίθο. Κάθε κερκίδα θα συμπληρώνεται έως το σημείο που απαιτείται ώστε να υποστηρίζεται το υψηλότερα διατηρούμενο αρχαίο εδώλιο. Παράλληλα, θα σταθεροποιηθούν τα πρανή, θα αποκατασταθεί ο αρχαίος Περίπατος και θα προεκταθούν οι κλίμακες προς τα άνω. Το Φεβρουάριο του 2004 άρχισε η εφαρμογή του προγράμματος σε ένα μικτό τμήμα του έργου, στην κεντρική κερκίδα, το οποίο θα λειτουργήσει πιλοτικά για τις υπόλοιπες αναστηλωτικές επεμβάσεις. Στα πλαίσια της πιλοτικής εφαρμογής επιχειρείται έρευνα για την ταύτιση και συγκόλληση συνανηκόντων θραυσμάτων των αρχαίων εδωλίων.
Οι πληροφορίες αυτές είναι γραμμένες σε ενημερωτική πινακίδα στο θέατρο.