Γάλλος στρατιωτικός και φιλέλληνας (Ποντ α Μουσόν 1783 – Μπωσέν 1855). Σπούδασε στο Παρίσι και πήρε μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους (διακρίθηκε στη μάχη του Εΰλώ το 1807). Το 1807 πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, για να βοηθήσει τους Τούρκους σύμμαχους τότε του Ναπολέοντα (ήταν η περίοδος του ρωσοτουρκικού πόλεμου του 1806 – 1812), κατά την περίοδο που ο Γάλλος πρεσβευτής Σεμπαστιανί προσπαθούσε να αποκρούσει την απειλούμενη επίθεση του αγγλικού στόλου του Ντάκουερθ εναντίον της οθωμανικής πρωτεύουσας. Ύστερα από λίγα χρόνια (1810), η κυβέρνησή του τού αναθέτει την αναδιοργάνωση του περσικού στρατού εναντίον της Ρωσίας. Υπηρέτησε αργότερα (1812) στην Ισπανία. Με την ιδιότητα του εκπρόσωπου του στρατάρχη Α. Φ. Μαρμόν, τότε γενικού διοικητή των γαλλικών στρατευμάτων της ιβηρικής χερσονήσου, ήρθε στη Ρωσία για να συναντήσει το Ναπολέοντα· έτσι του δόθηκε η αφορμή για να πάρει μέρος στη μάχη του Μόσκοβα, όπου και τραυματίστηκε.
Με την παλινόρθωση της βασιλείας των Βουρβώνων στη Γαλλία ο Φαβιέρος αποστρατεύτηκε (με το βαθμό του συνταγματάρχη) και λίγο αργότερα (1822) έφυγε στην Αγγλία. Από εκεί, ακολουθώντας το ρεύμα των φιλελλήνων που έστελνε το κομιτάτο του Λονδίνου στην επαναστατημένη Ελλάδα, ήρθε στο Ναύπλιο με το ψευδώνυμο ντε Μπορέλ. Νέο ταξίδι του Φαβιέρου στην Αγγλία κατέληξε στη στρατολόγηση νέων φιλελλήνων στρατιωτικών (κυρίως μεταξύ των Γάλλων απότακτων), τους οποίους ο Γάλλος συνταγματάρχης οδήγησε στο Ναύπλιο το 1825. Στις προσπάθειες για τη συγκρότηση τακτικού στρατού στην Ελλάδα, ο Φαβιέρος έπαιξε σημαντικό ρόλο, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του 4ου στρατιωτικού σώματος. Οι δυνάμεις αυτές του Φαβιέρου έλαβαν μέρος σε καίριες συγκρούσεις, από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι η μάχη στο Χαϊδάρι (που άρχισε στις 5 Αυγούστου 1826 με επιτυχία, αλλά κατέληξε – εξαιτίας της διαφωνίας του Φαβιέρου με το Καραϊσκάκη -σε αιματηρή υποχώρηση) και προπαντός η σωτήρια άνοδος των 530 αντρών του Γάλλου συνταγματάρχη στην Ακρόπολη (30 Νοεμβρίου 1826), γεγονός που κατέληξε στη μακροχρόνια πολιορκία του βράχου (έληξε με τη συνθήκη της 24 Μαΐου 1827).
Με την έλευση του Καποδίστρια ο Φαβιέρος, αφού διαφώνησε με τον Κυβερνήτη σε ζητήματα της οργάνωσης του τακτικού στρατού, εγκατάλειψε την Ελλάδα και γύρισε (1828) στην πατρίδα του, όπου, μετά την επανάσταση του 1830, προβιβάστηκε σε υποστράτηγο και αργότερα (1839) σε αντιστράτηγο. Κατά τη Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (Μάιος 1827), ο Φαβιέρος είχε πολιτογραφηθεί Έλληνας πολίτης (μαζί με άλλους επιφανείς φιλέλληνες)· Το 1845 ανακηρύχτηκε επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση επίτιμος Έλληνας πολίτης και του δόθηκε ταυτόχρονα από το βασιλιά Όθωνα ο ελληνικός μεγαλόσταυρος· Ο Φαβιέρος ανήκει στους ειλικρινέστερους και στους περισσότερο αφιλοκερδείς φιλέλληνες· δε θέλησε να αναλάβει στην Ελλάδα, όπως έκαναν άλλοι, μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που έφερε όταν ήρθε (του συνταγματάρχη), δε δέχτηκε τις υπέρογκες αμοιβές άλλων Ευρωπαίων στρατιωτικών (όπως π.χ. ο Κόχραν) και έδωσε πλήθος δείγματα στους στρατιώτες του και στους άλλους Έλληνες συνεργάτες του για τη δικαιοσύνη, τη στρατιωτική ευσυνειδησία και τη γενναιοφροσύνη.