(πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των Ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματα της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, κουφετοποιία, μαγειρική ή καταναλώνονται φρυγμένα με αλάτι.
Είναι δίοικο, φυλλοβόλο δέντρο, ύψους 8-10 μ., με φλοιό γκριζωπό και φύλλα δερματώδη, αζύγως φτερωτά. Τα άρρενα άνθη είναι απέταλα και σχηματίζουν ιουλόμορφους βότρεις, ενώ τα θήλεα, διαταγμένα κατά φόβες, φέρουν εμφανείς ωοθήκες.
Στην Ελλάδα η φιστικιά πρωτοκαλλιεργήθηκε συστηματικά γύρω στο 1860 στην Αίγινα και από εκεί διαδόθηκε
στην υπόλοιπη χώρα. Καλλιεργείται κυρίως στην Αίγινα, Αττική, Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου. Συγγενή είδη, που συναντιούνται άγρια στις δασώδεις περιοχές και στις παραθαλάσσιες τοποθεσίες της νότιας Ευρώπης, είναι ο σχίνος και η τσικουδιά ή κοκκορεβιθιά.