Κοινό όνομα διάφορων στεγανοπόδων της οικογένειας των Ανατιδών ή Νησσιδών, που ανήκουν προπάντων στα γένη χήνα (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με το όνομα αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας προέρχονται κατά μεγάλο μέρος από την άγρια ή γνήσια χήνα (anser anser).
Υπάρχουν πολλών ειδών χήνες, με σπουδαιότερη για τον άνθρωπο τη χήνα της Τουλούζης, από την οποία προέρχεται το λεγόμενο «φουά γκρα» (συκώτι). Η χήνα η αγγλική είναι λεπτή και θυμίζει κύκνο. Η χήνα του Δούναβη εκτρέφεται για το ωραίο της φτέρωμα. Τέλος, η χήνα της Γουινέας, που έχει εγκλιματιστεί στην Ευρώπη, έχει νοστιμότατη σάρκα.
Η αγριόχηνα, μολονότι είναι πιο λεπτή από την κατοικίδια, μπορεί να φτάσει σε βάρος τα 10 περίπου κιλά και μήκος το ένα μέτρο. Συχνάζει γενικά στις υγρές πεδιάδες και στις ελώδεις ζώνες της βορειοδυτικής Ασίας. Από τις βορειότερες ζώνες η χήνα αυτή πηγαίνει, στις αρχές του φθινοπώρου, σε περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο και στη νότια λουρίδα της Ασίας για να διαχειμάσει. Αντίθετα από όσο μπορούμε να υποθέσουμε η αγριόχηνα είναι πολύ ανθεκτική στο πέταγμα: κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων, που εκτελούνται κατά πολυάριθμα σμήνη πετάει από την αυγή ως τη δύση του ήλιου και σταματά μόνο για να φάει και να ξεκουραστεί. Εξαιτίας της εύγευστης σάρκας της αντιμετωπίζει εντατικό κυνήγι.