Σαν Σήμερα 11 Ιουλίου,
του 1832 γεννήθηκε στο Ναύπλιο o κορυφαίος Ελληνας πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης και πέθανε στις Κάννες την 30 Μαρτίου του 1896. Γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας κι ύστερα στο Παρίσι, ακολούθησε στην αρχή το διπλωματικό κλάδο και διορίστηκε ακόλουθος (1853) κι αργότερα (1853) γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας του Λονδίνου, την οποία διεύθυνε ο πατέρας του. Εξαιτίας του γοήτρου που απόχτησε μεταξύ της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου, εκλέχτηκε αντιπρόσωπος των ομογενών της αγγλικής πρωτεύουσας στη Συντακτική Συνέλευση της Αθήνας, όπου εντυπωσίασε η θετικότητα των απόψεων του. Το 1864 διαπραγματεύτηκε στο Λονδίνο, ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης το θέμα της παραχώρησης των Ιονίων νήσων στην Ελλάδα. Στις εκλογές του 1865 (είχε παραιτηθεί από τη διπλωματική υπηρεσία) εκλέχτηκε βουλευτής Μεσολογγίου, το 1866 ανάλαβε το υπουργείο Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου, από το 1868 πολιτεύτηκε ανεξάρτητα από τα κόμματα που υπήρχαν και το 1872 ίδρυσε το λεγόμενο «πέμπτο κόμμα», στο οποίο συγκεντρώθηκαν τα πιο φιλελεύθερα και προοδευτικά στοιχεία της εποχής. Από τότε ανάλαβε έντονο αγώνα για την εξυγίανση των πολιτικών ηθών της εποχής και την εδραίωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Οπαδός των ορθόδοξων δημοκρατικών αρχών της αγγλικής πολιτικής πρακτικής, άσκησε οξεία πολεμική κατά του Στέμματος για τις επεμβάσεις του στην πολιτική ζωή του τόπου, αποκορύφωση της οποίας ήταν το περίφημο άρθρο του Τις πταίει; στην εφημερίδα Καιροί, για το οποίο διώχτηκε δικαστικά και προφυλακίστηκε. Μετά την πολιτική ανωμαλία των «Στηλιτικών» (Δεκέμβριος 1874), δηλαδή την παραμονή στην αρχή της κυβέρνησης Βούλγαρη χωρίς την εμπιστοσύνη της Βουλής, διακήρυξε, στα πλαίσια του ίδιου πάντα αγώνα του για τη δημοκρατική λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, την αρχή της δεδηλωμένης, να αναθέτει δηλαδή ο βασιλιάς το σχηματισμό της κυβέρνησης στον πολιτικό ηγέτη που έχει τη «δεδηλωμένη» πλειοψηφία της Βουλής. Ο Γεώργιος Α’, με την προσαρμοστικότητα που τον διέκρινε, ανάθεσε την κυβέρνηση στον Τρικούπη (8 Μαΐου 1875) ο οποίος οδήγησε ομαλά τη χώρα σε εκλογές (Ιούνιος 1875) επικεφαλής δικού του κόμματος, το οποίο μειοψήφησε, και παράδωσε την εξουσία στον Κουμουνδούρο. Στο λόγο του θρόνου που είχε συντάξει ο Τρικούπης, ο Γεώργιος τόνισε, πως θα απαιτεί τη δεδηλωμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία «ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων εις την κυβέρνησιν του τόπου». Στην οικουμενική κυβέρνηση Κανάρη (Ιούνιος 1877), που σχηματίστηκε εξαιτίας της ανατολικής κρίσης, ανάλαβε το υπουργείο Εξωτερικών. Οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, αλλά τοποθετημένης σε ρεαλιστικές βάσεις, ο Τρικούπης αντιτάχτηκε στη συμμετοχή της Ελλάδας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο, που έληξε με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Πίστευε πως η πραγματοποίηση των εθνικών πόθων εξαρτιόταν από την προηγούμενη κρατική οργάνωση, την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του υπόδουλου και στη διασπορά ελληνισμού και τη συμμαχία με τις λοιπές χριστιανικές βαλκανικές χώρες. Γι’ αυτό μάλιστα ταξίδεψε το 1891 στη Σερβία και τη Βουλγαρία, εργαζόμενος για τη βαλκανική συνεννόηση. Το πεδίο των εθνικών διεκδικήσεων το έβλεπε προς την τουρκική πλευρά.
Εφτά φορές κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός κατά την εικοσαετία 1875-1895 και συνεχώς σχεδόν κατά τη δεκαετία 1880-1890, ο Τρικούπης εισήγαγε οργάνωση και μεταρρυθμίσεις με μεθοδικότητα και φαντασία επαναστατικές για τη μέχρι τότε πολιτική ζωή της Ελλάδας – καταργήθηκε ο επαχθής για τον αγροτικό πληθυσμό φόρος της «δεκάτης» στα δημητριακά, οργανώθηκε η κρατική μηχανή και τέθηκαν νέες βάσεις στη συγκρότηση και στον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων, κατοχυρώθηκε η δημόσια ασφάλεια και τάξη με την αναδιοργάνωση της αστυνομίας και της αγροφυλακής και τη δημοσίευση υποδειγματικών ποινικών νόμων, καθιερώθηκαν διατάξεις για τη μονιμότητα και προαγωγή των δημόσιων υπάλληλων, εκτελέστηκαν μεγάλα δημόσια έργα (διώρυγα Κορίνθου, αποξήρανση Κωπαϊδας κ.ά.), προωθήθηκαν σημαντικά οι αρχαιολογικές έρευνες και η παιδεία κ.ά. Κατά την τελευταία πρωθυπουργία του (1893), εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πολιτική των αντιπάλων του, βρέθηκε στην ανάγκη να κηρύξει χρεωστάσιο για τα δημόσια χρέη της Ελλάδας και να αναφωνήσει από το βήμα της Βουλής την περίφημη φράση: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Στις εκλογές του 1895 απότυχε να εκλεγεί βουλευτής Μεσολογγίου και αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία δηλώνοντας πως αποχωρεί από την πολιτική. Το 1896 τέθηκε, παρά τη θέλησή του η υποψηφιότητα του σε αναπληρωματική εκλογή της επαρχίας Βάλτου και εκλέχτηκε πανηγυρικά. Σε λίγες μέρες όμως πέθανε στις Κάννες. Η σορός του ενταφιάστηκε στην Αθήνα.