Ψευδώνυμο του Χρυσαφή Χατζηβασίλη. Συνεργάτης του Ρήγα, Φιλικός, αγωνιστής της Επανάστασης του “21, στρατηγός κατόπιν και αξιόλογος ιστορικός συγγραφέας (Πάνω Πούρλες Ολύμπου 1773 – Αθήνα 1863). Γύρω από τη ζωή του, τη δράση του και το συγγραφικό του έργο υπάρχουν ακόμα πολλά σκοτεινά σημεία, πληροφορίες και γνώμες διαμετρικά αντίθετες, που οφείλονται κατά ένα μέρος στον αντιφατικό χαρακτήρα, στην πολυσύνθετη και αλκιβιαδική φύση του Περραιβού.
Μετά τα στοιχειώδη μαθήματα που παρακολούθησε στο σχολείο της Τσαρίτσανης, στάλθηκε στο Βουκουρέστι για να συνεχίσει τις σπουδές του (1793) με την οικονομική υποστήριξη του πρωτοσύγκελου της Λάρισας Ιερεμία (που σύμφωνα με μια αβέβαιη μαρτυρία ήταν ο φυσικός του πατέρας). Συνδέθηκε εκεί με τον κύκλο του Καταρτζή και γνωρίστηκε με το Ρήγα. Το 1796 φεύγει για να σπουδάσει ιατρική στη Βιέννη, όπου όμως συναντά και πάλι το Ρήγα και μπαίνει στην επαναστατική του κίνηση. Συνοδοιπόρος του στο μοιραίο ταξίδι από τη Βιέννη στην Τεργέστη, συλλαμβάνεται εκεί κι ο Περραιβός από την αυστριακή αστυνομία. Τον καλύπτει όμως ο Ρήγας στις ανακρίσεις, επεμβαίνει κι ο πρόξενος της Γαλλίας – της οποίας, φαίνεται, ο Περραιβός ήταν ήδη πράκτορας – και έτσι κατορθώνει να γλιτώσει και να περάσει στη γαλλοκρατούμενη τότε Κέρκυρα. Τυπώνει εκεί τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα, ένα δικό του ύμνο στο Ναπολέοντα και το καλοκαίρι του 1798 κατεβαίνει στην Πάργα. Θα μείνει εκεί ως το 1801 συνεργαζόμενος με το φιλογενή σχολάρχη παπά – Ανδρέα Ιδρωμένο, μαζεύοντας υλικό για την ιστορία της πόλης και κυρίως συντονίζοντας την αντίσταση των Παργηνών και των Σουλιωτών στις επιθέσεις του Αλή πασά. Συνεννοείται επίσης κρυφά και δικτυώνει όλους τους θαυμαστές του Ρήγα, τον Ψαλίδα, το Βηλαρά και άλλους γνωστούς «γαλλόφρονας» και «αθέους βολταιριστάς», γεγονός που ανησυχεί το μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιερόθεο που εξορκίζει τους Παργηνούς να διώξουν τον Περραιβό από την πόλη τους, γιατί «… αυτός με κάποιον Ρήγαν Θεσσαλόν … εσκόπευαν να κάνουν επαναστάσεις κατά του κραταιοτάτου Σουλτάνου· αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με θάνατον οπού τους έπρεπε…». Από την Πάργα, με την οποία διατήρησε ισόβιο δεσμό, ο Περραιβός φεύγει ξαφνικά το 1801 (μετά την αποκάλυψη κάποιου ερωτικού του σκανδάλου, λέει ένας λιβελογρά φος της εποχής). Περνά στη Ζάκυνθο, συναντά το φλογερό γαλλόφιλο δημοκράτη Αντώνιο Μαρτελάο, ανεβαίνει στο Λιβόρνο της Ιταλίας – όπου κινείται μια ζωηρή συντροφιά οπαδών του Ρήγα – και προχωρεί, φαίνεται, ως το Παρίσι για να ζητήσει την επέμβαση του Βοναπάρτη υπέρ της Πάργας και των Σουλιωτών. Το 1803 τυπώνει ανώνυμα (όχι στο Παρίσι, όπως γράφει στο εξώφυλλο, αλλά στη Φλωρεντία μάλλον ή στο Λιβόρνο) την Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας, έργο γραμμένο (όχι αποκλειστικά από τον Περραιβό) για να ενισχύσει τη συμπάθεια της κοινής γνώμης για τον αγώνα των Ηπειρωτών κατά του Αλή. Από το 1804 και για μια δεκαετία ο Περραιβός μένει στην Κέρκυρα, ως δάσκαλος αρχικά και κατόπιν ως στρατιωτικός στην υπηρεσία των Ρώσων (1806) και των Γάλλων (1807-1814) που κατέχουν διαδοχικά το νησί. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα προσανατολίζεται οριστικά στη Ρωσία. Περνά στη Βαρλέττα της Ιταλίας, κατόπιν στη Μάνη, ανεβαίνει στην Πόλη για να καταλήξει στη Μόσχα, όπου το 1817 μυείται στη Φιλική Εταιρεία. Η εκπληκτική του ζωτικότητα φαίνεται ότι τώρα βρήκε διέξοδο. Επιστρέφει στην Ιταλία κι εργάζεται ακούραστα για την Εταιρεία και την Επανάσταση. Μια από τις πιο πολύτιμες υπηρεσίες του ήταν ότι κατόρθωσε να μονιάσει τις ανταγωνιζόμενες αρχοντικές οικογένειες της Μάνης, εξασφαλίζοντας έτσι την ανεπιφύλακτη συμμετοχή των Μανιατών στον Αγώνα. Τον Οκτώβριο του 1820 βρισκόταν στη Βεσσαραβία και πήρε μέρος στην ιστορική σύσκεψη του Ισμαηλίου. Με εντολή του Υψηλάντη επιστρέφει στη Μάνη. Όταν η Επανάσταση στην Πελοπόννησο πήρε το δρόμο της, ο Περραιβός ανεβαίνει στο Σούλι για να οργανώσει κινήματα αντιπερισπασμού. Ως την τελευταία μάχη του Αγώνα (1829) ήταν πάντοτε παρών στις πολεμικές επιχειρήσεις: στο Μεσολόγγι, στο Μοριά, στη Θεσσαλία. Κατά την μετεπαναστατική περίοδο υπηρέτησε ως αξιωματικός στον τακτικό στρατό. Φαίνεται όμως κουρασμένος πια κι αποτραβιέται στο περιθώριο. Συγγράφει και δημοσιεύει – πρώτος απ’ όλους τους αγωνιστές του ’21 – τα Πολεμικά Απομνημονεύματα του (1836). Στην προσπάθειά του όμως να μιμηθεί τα κλασικά πρότυπα, τον Ξενοφώντα κυρίως, ο εκρηκτικός κι ευφάνταστος Περραιβός γίνεται απροσδόκητα στεγνός στη γλώσσα και άχαρος στο ύφος. Η αξιοπιστία του έργου του αμφισβητήθηκε από πολλούς, αν και όχι πάντοτε δικαιολογημένα. Δημοσίευσε ακόμα ο Περραιβός διάφορα άρθρα και αντεπικρίσεις σε εφημερίδες της εποχής για να αναιρέσει βαρύτατες κατηγορίες εναντίον του (για καταχρήσεις δημόσιων χρημάτων κλπ.). Ογδονταπεντάρης, το 1860, ξαναγυρίζει στα ηρωικά χρόνια της νιότης και γράφει μια Βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα, που είναι σήμερα μια πολύτιμη ιστορική πηγή για το έργο του πρωτομάρτυρα.