Κοινή ονομασία διάφορων θηλατικών της οικογένειας των Μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως καγκουρό μόνο τα μεγάλα είδη του γένους Macropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε μερικά άλλα γειτονικά νησιά.
Το μπροστινό μέρος του σώματος των καγκουρό είναι μικρό και λεπτό, ενώ το πίσω τμήμα πολύ αναπτυγμένο· το τρίχωμά τους, κοντό και μαλακό είναι κόκκινο ή γκρίζο στη ράχη και συνηθέστατα ασπριδερό στα κατώτερα μέρη του σώματος το κεφάλι είναι μικρό και φέρει αυτιά φαρδιά και όρθια. Η οδοντοφυΐα περιλαμβάνει δύο κοπτήρες στην κάτω σιαγόνα με κλίση προς τα εμπρός, στους οποίους αντιστοιχούν οι 6 κοπτήρες της επάνω σιαγόνας λείπουν οι κυνόδοντες, ενώ οι γομφίοι, που έχουν στεφάνες με φυμάτια, είναι κατάλληλοι για το τρίψιμο των χόρτων και των φύλλων, που αποτελούν την κύρια τροφή του ζώου. Τα μπροστινά πόδια, λίγο αναπτυγμένα, τους χρησιμεύουν για να πιάνουν την τροφή και να τη μεταφέρουν στο στόμα σπάνια χρησιμεύουν για την άμυνα του ζώου, για την οποία πιο κατάλληλα είναι τα πίσω πόδια αυτά είναι μακριά και αποτελούνται από τρία τμήματα, σε διάταξη σχήματος Ζ. Το τέταρτο δάχτυλο του καθένα από τα πίσω πόδια είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο και διαθέτει ένα ισχυρό νύχι, ικανό να ξεσχίζει ή να κομματιάζει διάφορα αντικείμενα. Το ζώο αναπαύεται στηριγμένο στο ένα πλευρό του, ή συνηθέστερα στα δύο πίσω πόδια και στη μακριά και εξαιρετικά ισχυρή ουρά. Δεν μπορεί να τρέξει γρήγορα τα δυνατά όμως και μεγάλα πίσω πόδια του καθώς και η ουρά του το βοηθούν να κάνει τεράστια πηδήματα, ως εννέα μέτρα.
Τα θηλυκά διαθέτουν το μάρσιπο, μια αναδίπλωση του δέρματος, στο εμπρός μέρος της κοιλιάς, σαν μικρή σακούλα, όπου συμπληρώνει την ανάπτυξή του το μοναδικό μικρό, που γεννιέται έπειτα από εγκυμοσύνη 40 ημερών. Μέσα στο μάρσιπο, το νεογνό τρέφεται 2 μήνες με μητρικό γάλα από τον τρίτο μήνα αρχίζει να βγαίνει κατά διαστήματα για να βοσκήσει.
Τα καγκουρό ζουν σε αγέλες δειλά και καχύποπτα ζώα, αντιλαμβάνονται το κίνδυνο κυρίως με την ακοή. Είναι ζώα περιζήτητα για το δέρμα και το κρέας τους. Σήμερα, το κυνήγι των καγκουρό γίνεται με άλογο και ειδικά εκπαιδευμένα λαγωνικά ή με αυτοκίνητα. Για να απαλλαγούν από τους διώκτες τους, μερικά καγκουρό δε διστάζουν να πέσουν στο νερό. Από τα πιο μεγαλόσωμα είδη – τα αρσενικά των οποίων φτάνουν μήκος 1,50 μ., βάρους 100 κιλά και ύψος 2μ – αναφέρονται το κόκκινο καγκουρό, διαδεδομένο κυρίως στην κεντρική και ανατολική Αυστραλία, και το γκρίζο καγκουρό (Μακρόπους η γιγάντιος), που συναντιέται στις ανατολικές και νότιες περιοχές της ηπείρου. Τα μικροκαμωμένα είδη καγκουρό ανήκουν στο γένος Petrogalus, που περιλαμβάνει ζώα ευκίνητα, λεπτοκαμωμένα και με ποικιλόχρωμο τρίχωμα, και στο γένος Lagorchestes, που περιλαμβάνει είδη γνωστά στα μέρη που συχνάζουν, με το όνομα καγκουρολαγοί, για τη μεγάλη ευχέρεια με την οποία πηδούν.