Με τη λέξη αυτή, η αρχαία ελληνική μυθολογία εννοεί το θεό του «Κάτω Κόσμου» και τον «Κάτω Κόσμο». Ο θεός Άδης ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιο του τον «Κάτω Κόσμο», όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών, πιο τυχεροί, κέρδισαν στον κλήρο, ο πρώτος τη γη, και ο δεύτερος τη θάλασσα. Στον πόλεμο με τους Τιτάνες, ο Άδης φορούσε την κυνή, μια περικεφαλαία που τον έκανε αόρατο, γι’ αυτό κι ονομάστηκε Άιδης, που σημαίνει αόρατος. Στη σκοτεινή υπόγεια κατοικία του, ο Άδης βασίλευε μαζί με την Περσεφόνη, έκρινε τους νεκρούς και τιμωρούσε τις επιορκίες. Μερικοί έλεγαν πως ο Άδης συνοδεύει ο ίδιος τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο με το άρμα του, άλλες πηγές όμως παρουσιάζουν ως ψυχοπομπό θεό τον Ερμή. Ο Άδης είναι εχθρός κάθε ζωής, άκαρδος κι αμείλικτος, μισητός από θεούς και ανθρώπους. Για την Περσεφόνη, έλεγαν πως χωρίς τη θέλησή της δεν μπορούσε κανείς να κατέβει στον Αδη, ούτε νεκρός, ούτε ζωντανός. Ο Πλούτων δε δεχόταν κανέναν ζωντανό στο βασίλειο του. Πολλοί ήρωες, όμως, περιφρόνησαν αυτή την παντοδυναμία του Πλούτωνα όπως ο Ορφέας, που μαλάκωσε τη σκληρή καρδιά του Πλούτωνα με τη λύρα του και πήρε πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Τόλμησαν επίσης να μπουν ο Πειρίθους, ο Θησέας και ο Ηρακλής, που έσπασε τα πλευρά του βοσκού του Άδη, Μενοιτίου και ανάγκασε την Περσεφόνη να τον ικετεύσει για να μην τη σκοτώσει. Οι Έλληνες πίστευαν πως ο κόσμος των νεκρών, που αποτελούσε το βασίλειο του Άδη βρισκόταν στα σκοτεινά τρίσβαθα της γης. Ο χώρος αυτός λεγόταν «εν Άδου (οίκφ)», «δόμος Άιδος» (στον Όμηρο), «Άιδος είσω». Η Ιλιάδα και οι μεταγενέστερες πηγές εμφανίζουν τον Άδη κάτω από τη γη, η Οδύσσεια όμως στα πέρατα της γης, όπου ο Οδυσσέας έφτασε πλέοντας τη δυτική όχθη του ποταμού Ωκεανού. Ήταν μια ακτή με δέντρα άκαρπα, ψηλές μαύρες λεύκες και ιτιές (άλση της Περσεφόνης). Εκεί ζούσαν οι Κιμμέριοι, λαός μυθικός, που η ανήλιαγη χώρα τους ήταν σκεπασμένη με αιώνια ομίχλη. Το έδαφος αυτής της περιοχής ήταν ένα λιβάδι με ασφόδελους, ένα θάμνο που φυτεύουν συνήθως στους τάφους. Ο χώρος του Άδη είναι τεράστιος, σκοτεινός, «ευρώεις» (μουχλιασμένος), τρομακτικός. Έχει μεγάλες πύλες, που κοντά τους έμεναν τα φρικώδη τέρατα Άρπυιες, που είχαν χέρια και πόδια ανθρώπου, νύχια αρπακτικού, σώμα φτερωτό, αυτιά αρκούδας, πρόσωπο παρθένου, χλωμό και πεινασμένο, γιατί ξερνούσαν ό,τι έτρωγαν, και φοβερή κακοσμία. Τον Άδη φύλαγε ο Κέρβερος. Στην είσοδο του Άδη έμεναν όλα τα άγρια τέρατα, το Γήρας, οι Λύπες, οι Ασθένειες, ο Φόβος, ο Θάνατος, ο Ύπνος, η Διχόνοια, οι Ευμενίδες, η Σκύλλα και η Χάρυβδις, ο Βριάρεως, η Λερναία Ύδρα, η Χίμαιρα, οι Γοργόνες, ο γίγας Γηρυόνης κ.ά. Όλη η περιοχή ήταν πολύ βρώμικη, μύριζε πίσσα και θειάφι. Οι Μοίρες έγραφαν σ’ ένα κατάλογο όλους όσοι έμελλαν να πεθάνουν εκείνη την ημέρα, και η Άτροπος έδινε τον κατάλογο στον Ερμή, που ανέβαινε στον κόσμο και άγγιζε με το κηρύκειο τους μελλοθάνατους. Έπειτα, τους οδηγούσε ως την Αχερουσία λίμνη, όπου τους παράδινε στον Αιακό. Κατόπιν έμπαιναν στο πλοιάριο του Χάροντα, ενώ η Μοίρα Κλωθώ εξέταζε καθένα τους ποιος ήταν, πώς πέθανε κι αν είχε ταφεί το σώμα του. Όσοι δεν είχαν ταφεί ήταν υποχρεωμένοι να μείνουν εκατό χρόνια άταφοι έξω από τον Άδη. Ο Χάρων, γιος του Ερέβους και της Νύχτας, ήταν ένας σκυθρωπός γέροντας. Καθένας του πλήρωνε τον οβολό για τα πορθμεία, γι’ αυτό έβαζαν πάντα έναν οβολό στο στόμα των νεκρών. Έπειτα ο Ερμής και ο Χάρων γύριζαν μόνοι πίσω, ενώ οι νεκροί πορεύονταν προς το Δικαστήριο ή Κριτήριο, όπου τους παρελάμβανε η Ερινύα Τισιφόνη, και τους έκριναν ο Ραδάμανθυς, ο Μίνως και ο Αιακός. Ανάλογα με τη ζωή που είχαν κάνει, οι νεκροί στέλνονταν στο Καθαρτήριο, στον Τάρταρο ή στα Ηλύσια, αφού πρώτα έπιναν νερό από τη λίμνη της Λήθης. Υπήρχαν επίσης περιοχές όπου βρίσκονταν οι σκιές των βρεφών που πέθαναν στη γέννησή τους, οι ψυχές όσων σκοτώθηκαν άδικα, όσων αυτοκτόνησαν από απελπισία, όσων διακρίθηκαν στον πόλεμο και όσων σκοτώθηκαν για ερωτικούς λόγους.
Ο Τάρταρος, το δεσμωτήριο των ασεβών και των κακούργων, ήταν περικυκλωμένος από τους ποταμούς του Άδη, Πυριφλεγέθοντα (πύρινο ποταμό, που είχε φωτιά αντί για νερό) και Κωκυτό, που το νερό του αύξαινε από τα δάκρυα των νεκρών. Υπήρχαν κι άλλα δυο ποτάμια στον Άδη, η Στυξ, που αναφέρεται και στην Ιλιάδα, και που τα μαύρα της νερά έζωναν επτά φορές όλο τον Άδη, και ο Αχέρων, που χυνόταν στην Αχερουσία λίμνη και που τον χρησιμοποιούσε ο Χάρων για τη μεταφορά των νεκρών. Η Στυξ ήταν αδελφή του Χάροντα, και οι στύλοι του παλατιού της στον Άδη έφταναν ως τον ουρανό. Τα νερά της έτρεχαν κάτω από τη γη μέσα στη Νύχτα, μοιρασμένα σε δέκα μέρη. Το δέκατο και τελευταίο μέρος έπεφτε από μιαν απότομη πέτρα, κι ήταν ψυχρότατο και θανατηφόρο. Όποιος ορκιζόταν στα νερά της Στυγός και παράβαινε τον όρκο του φυλακιζόταν στο. Τάρταρο, ακόμη κι αν ήταν θεός. Ο Αχέρων ήταν γιος της Δήμητρας που τον γέννησε σε μια σπηλιά της Κρήτης. Επειδή ανατράφηκε στο σκοτάδι και δεν άντεχε τον ήλιο, κατέβηκε στον Άδη και έγινε ποταμός. Ήταν περιτειχισμένος με τριπλό χάλκινο τείχος και είχε σιδερένιες πύλες και χάλκινο έδαφος. Στην πύλη το. φρουρούσαν η Μέγαιρα κι οι Εκατόγχειρες. Γύρω του υπήρχε η Νύχτα χωρισμένη σε τρία τείχη για να μη φτάνουν μέσα οι ακτίνες του ήλιου. Υπήρχε και ένας σιδερένιος πύργος. όπου. φρουρούσε η Τισιφόνη, με αιματόχρωμο ενδυμα. Τους ασεβείς τιμωρούσαν στον Τάρταρο οι Ερινύες, χτυπώντας τους με μαστίγια από φίδια και καίγοντάς τους με αναμμένες λαμπάδες. Πίσω τους είχαν γι’ ακολούθους τον Τρόμο, την Μανία και άλλα τέρατα. Στον Τάρταρο έμεναν αιώνια μερικοί που είχαν καταδικαστεί από τους θεούς. Οι ψυχές των νεκρών ήταν απλές εικόνες των παλιών τους εαυτών, χωρίς πνεύμα ή συνείδηση. Μόνο ο μάντης Τειρεσίας αναφέρεται πως διατήρησε στον Άδη τη συνείδησή του και την κρίση του, κατά παραχώρηση της Περσεφόνης. Αλλά οι νεκροί μπορούσαν, πίνοντας αίμα ζώων, να ξαναβρίσκουν τη συνείδησή τους και την ικανότητά τους να μιλούν και πάλι.