Τρίτη 29 Μαΐου 1453
Τρεις ώρες πριν από το ξημέρωμα: Τη στιγμή που λαλούν τα κοκόρια για δεύτερη φορά οι Τούρκοι εφορμούν εναντίον των τειχών σε όλες τις γραμμές τους. Πρώτους στέλνει ο σουλτάνος τους Βαζιβουζούκους και τους χριστιανούς μισθοφόρους του, Σέρβους, Ούγγρους, Γερμανούς, Ιταλούς, ακόμη και Έλληνες. Άλλοι πολεμούν στο πλευρό του διψασμένοι για χρυσάφι και άλλοι γιατί είναι υποταγμένοι η γη τους και όμηροι του σουλτάνου οι δικοί τους άνθρωποι. Πίσω τους βρίσκονται οι τσαούσηδες με μαστίγια και γιαταγάνια στα χέρια, έτοιμοι να τσακίσουν όποιον υποχωρήσει. Οι χριστιανοί αντιστέκονται με λύσσα. Τους ρίχνουν λίθους, βέλη και τους περιχύνουν με καυτό λάδι και «υγρό πυρ». Κάποιοι από τους Βαζιβουζούκους στήνουν σκάλες στα τείχη. Άλλοι αναρριχώνται με σπουδή αλλά οι Έλληνες και οι Λατίνοι πολεμιστές τους γκρεμίζουν. Πολλοί σκοτώνονται ευθύς και ακόμη περισσότεροι απ’ όσους βρίσκονται κάτω από τα τείχη. Το πρώτο κύμα της τουρκικής επίθεσης σπάει πάνω στα τείχη και τη μανιώδη αντίσταση των αμυνομένων. Οι Βαζιβουζούκοι κλονίζονται και υποχωρούν. Οι τσαούσηδες σφάζουν πολλούς απ’ αυτούς με τα γιαταγάνια τους και υποχρεώνουν τους υπόλοιπους να γυρίσουν. Ο θάνατος τους έχει παγιδεύσει από δύο μεριές. Αλλά δεν αντέχουν άλλο και υποχωρούν ολοκληρωτικά. Πολλές πολιορκητικές μηχανές τους κείτονται σε ερείπια. Δύο ώρες κράτησε η μάχη αυτή και νικητές βγήκαν οι χριστιανοί. Όμως ο σουλτάνος έχει πετύχει το σκοπό του: να κουράσει τους υπερασπιστές των τειχών.
Σχεδόν ευθύς αμέσως, εφορμά η δεύτερη γραμμή των Τούρκων βγάζοντας τρομερές κραυγές, εμπειροπόλεμοι πολεμιστές του στρατού της Ασίας. Το κύριο βάρος της επίθεσης πέφτει πάνω στα τείχη του Αγίου Ρωμανού. Οι καμπάνες και τα σήμαντρα χτυπάνε δυνατά σ’ όλη την Πόλη και όλοι τρέχουν να στηρίξουν την άμυνα. Ακόμη και γυναίκες και μοναχές σπεύδουν στη μάχη και κουβαλούν πέτρες και ξύλινα δοκάρια για να στηρίξουν τα τείχη ή φέρνουν νερό για να ξεδιψάσουν οι πολεμιστές.
Οι Τούρκοι στήνουν σκάλες στα τείχη αλλά οι αμυνόμενοι τις καταστρέφουν και τους γκρεμίζουν σκοτώνοντας πάρα πολλούς. Άλλοι χριστιανοί πολεμιστές βάλλουν με τις βομβάρδες και τις βαλλίστρες θερίζοντας όσους ήταν κάτω από τα τείχη. Σύννεφα σκεπάζουν το φεγγάρι και η μάχη διεξάγεται στα τυφλά μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Μία ώρα πριν από την αυγή η ορμή των Τούρκων κοπάζει. Υποχωρούν ταπεινωμένοι αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες νεκρούς. Τότε μια καλοζυγισμένη βολή από το κανόνι του Ουρβανού πέφτει πάνω στα τείχη και γκρεμίζει μεγάλο μέρος τους. Ευθύς, τριακόσιοι Τούρκοι χιμούν μέσα από τα χαλάσματα αλαλάζοντας ότι η Πόλη είναι δική τους. Αλλά εκεί βρίσκονται ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και οι άνδρες του. Σχεδόν όλοι οι εισβολείς σκοτώθηκαν και οι ελάχιστοι εναπομείναντες τράπηκαν σε φυγή.
Και στ’ άλλα μέρη των τειχών η πίεση είναι αμείωτη. Στον Μαρμαρά, ο Τούρκος ναύαρχος Χαμζά μπέης αποβιβάζει τμήματα κοντά στα θαλάσσια τείχη, αλλά οι μοναχοί και οι άνδρες του Ορχάν τους εξολοθρεύουν Το ίδιο και στα τείχη των Βλαχερνών, όπου ο Μινότο και οι Βενετοί πολεμιστές του σκορπούν το θάνατο στους άνδρες του Ζαγανού και του Καρατζά πασά.
Η ώρα περνάει και ο σουλτάνος, βλέποντας την αποτυχία και του δεύτερου κύματος, γίνεται όλο και πιο ανήσυχος. Ήρθε η ώρα των γενιτσάρων, των επίλεκτων πολεμιστών του σουλτάνου. Ο Μωάμεθ προπορεύεται έφιππος και τους συνοδεύει μέχρι την τάφρο, ενθαρρύνοντάς τους. Αρχικά οι γενίτσαροι βαδίζουν με πειθαρχία, αγνοώντας τα βέλη και τις σαΐτες που σφυρίζουν με μανία. Κάποιοι σωριάζονται στο έδαφος νεκροί αλλά οι υπόλοιποι συνεχίζουν την πορεία τους με πείσμα. Ξάφνου, ξεχύνονται στην επίθεση με αλαλαγμούς, τυμπανοκρουσίες και σαλπίσματα. Οι κουρασμένοι από την πολύωρη μάχη πολεμιστές της Χριστιανοσύνης πολεμούν για μία ακόμη φορά με απαράμιλλη γενναιότητα και συγκρατούν τα ασιατικά στίφη. Οι άμαχοι της Πόλης ακούνε τις ιαχές των γενιτσάρων και προσεύχονται δυνατά στον Θεό: «Κύριε ελέησον από τους Ουρανούς, στείλε βοήθεια σ’ αυτήν την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου, για να μην την κυβερνήσουν οι ειδωλολάτρες». Γονατιστοί παρακαλούν την Παναγία να τους λυπηθεί και να δώσει πάλι τη νίκη στους χριστιανούς.
Μία ολόκληρη ώρα διαρκεί η μάχη αλλά οι γενίτσαροι δεν καταφέρνουν να σπάσουν την άμυνα των Ελλήνων και των Λατίνων. Σταδιακά, η ορμή τους κοπάζει και αποτραβιούνται από τα τείχη έχοντας υποστεί σοβαρές απώλειες. Οι χριστιανοί αναθαρρούν και ελπίζουν ότι τελικά η Βασιλεύουσα θα σωθεί.
Όμως η νίκη… χαμογελά στους Τούρκους για μία και μοναδική στιγμή σ’ αυτή την εκστρατεία, αλλά και ιόσο μοιραία. Στη γωνία που σχηματίζουν τα τείχη ίου Παλατιού των Βλαχερνών με τα Θεοδοσιανά Τείχη, μισοκρυμμένη από έναν πύργο βρίσκεται μια μικρή πύλη εφόδου, η κερκόπορτα. Την είχαν κλειστή εδώ και πολλά χρόνια αλλά οι γηραιότεροι υπενθύμισαν την ύπαρξη της στους στρατηγούς. Την άνοιξαν ξανά για να μπορούν να κάνουν αιφνιδιαστικές εφόδους στα νώτα του εχθρού. Το έκαναν και πριν για να επιτεθούν στους στρατιώτες του Καρατζά πασά. Μα φαίνεται ότι όταν επέστρεψαν κάποιος ξέχασε να την κλείσει. Μερικοί Τούρκοι την προσέχουν και εισέρχονται στον περίβολο πίσω από τα τείχη. Κάποιοι απ’ αυτούς ανεβαίνουν στα τείχη. Οι χριστιανοί στρατιώτες τους βλέπουν και εξολοθρεύουν τους περισσότερους. Αλλά, μέσα στη σύγχυση της μάχης, πενήντα από τους εισβολείς καταφέρνουν να μείνουν απαρατήρητοι.
Τότε, την πιο κρίσιμη ώρα, μεγάλη συμφορά χτυπά τους χριστιανούς. Ένα τουρκικό βέλος διαπερνά το θώρακα του γενναίου στρατηγού Τζιουστινιάνι και τον πληγώνει. Ο Τζιουστινιάνι, θολωμένος από τον πόνο και στη θέα του αίματος που αναβλύζει από την πληγή του, ζητά από τους άνδρες του να τον αποσύρουν από τη μάχη. Ο Κωνσταντίνος σπεύδει να τον μεταπείσει με λόγια θερμά:«Γιατί το έκανες αυτό, αδελφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πόλη στηρίζεται σ εσένα για να σωθεί». Όμως ο Τζιουστινιάνι έχει πια χάσει το κουράγιο του. Ένας συμπολεμιστής του τον μεταφέρει μέχρι το λιμάνι και τον επιβιβάζει σ’ ένα γενοβέζικο πλοίο. Η φυγή του δεν μένει απαρατήρητη από τους υπόλοιπους. Οι πιο πολλοί Γενουάτες χάνουν το θάρρος τους και τρέπονται σε φυγή.
Στη θέα Τούρκων στρατιωτών μέσα από τα τείχη κάποιος φωνάζει έντρομος «η Πόλις εάλω». Οι Έλληνες έχουν μείνει μόνοι τους και πολεμούν απελπισμένα να συγκρατήσουν το εχθρικό ποτάμι που ώρα με την ώρα γίνεται πλημμύρα. Ένας Τούρκος γίγαντας, ο Χασάν από την Κύζικο, σκαρφαλώνει με άλλους τριάντα τα τείχη. Οι Έλληνες σκοτώνουν δεκαοκτώ απ’ αυτούς αλλά ο Χασάν τους απωθεί. Και άλλοι Τούρκοι καταφτάνουν στο σημείο αυτό ισχυροποιώντας τη θέση τους. Οι αμυνόμενοι αντιστέκονται όσο μπορούν, φονεύοντας πολλούς, ενώ και ο Χασάν πέφτει στο έδαφος σφαδάζοντας από τον πόνο, καθώς αμέτρητα βέλη τρυπούν το δεξί χέρι του. Όμως οι χριστιανοί, κατάκοποι από τόσες ώρες μάχης και αποθαρρυμένοι από την αποχώρηση του Τζιουστινιάνι και το πλήθος των Τούρκων, υποχωρούν άτακτα. Φωνές ακούγονται παντού: «Λάβαρα των απίστων υψώνονται στους πύργους μας! Οι εχθροί κατέλαβαν τα τείχη!». Οι Τούρκοι ξεσπούν σε ιαχές θριάμβου, ενώ οι χριστιανοί σε θρήνους και κραυγές απόγνωσης.
Ο αυτοκράτορας, μπροστά στο θέαμα αυτό, κλονίζεται και παρακαλά τους άνδρες του με δάκρυα στα μάτια να γυρίσουν στη μάχη. Εις μάτην. Όλα έχουν χαθεί. Τότε υψώνει το σπαθί του, σπιρουνίζει το άλογό του και πέφτει με ορμή πάνω στους εισβολείς. Πολεμώντας σαν λιοντάρι σκοτώνει αμέτρητους εχθρούς. Τον περικυκλώνουν αλλά εκείνος συνεχίζει να μάχεται μέχρι που χάνεται από τα μάτια μας. Κανείς δεν τον ξαναείδε ζωντανό από τότε. Το παράδειγμά του ακολουθούν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο Φραγκίσκος Τολέντο, ο Ιωάννης Δαλμάτης και μερικοί άλλοι. Ο Θεόφιλος φωνάζει «καλύτερα να πεθάνω παρά να ζω» και μάχεται μέχρι τέλους, περιτριγυρισμένος από δεκάδες γενιτσάρους. Λίγο αργότερα πέφτει νεκρός. Την ίδια μοίρα έχουν και οι υπόλοιποι σύντροφοι του αυτοκράτορα. Μεγάλες είναι οι απώλειες των Τούρκων, μα όλα είναι πια χαμένα.
Τα τουρκικά λάβαρα κυματίζουν πλέον σχεδόν σε όλους τους πύργους, ενώ η σημαία του δικέφαλου αετού και αυτή του λέοντα του Αγίου Μάρκου ξεσκίζονται και ποδοπατιούνται. Στα τείχη δίπλα στην κερκόπορτα οι τρεις αδελφοί Μποκιάρντι και οι πολεμιστές τους εξακολουθούν να μάχονται με πείσμα. Αντιλαμβάνονται ότι είναι μάταιο. Ο Πάολο λέει στα αδέλφια του: «Χάθηκαν τα πάντα. Κρύψου, ήλιε και θρήνησε, γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να σωθούμε εμείς». Προσπαθούν να φτάσουν στο λιμάνι. Ο Πάολο αιχμαλωτίζεται και εκτελείται. Οι άλλοι δύο, ο Αντόνιο και ο Τρωίλος, με μερικούς επιβιβάζονται σε μια γενοβέζικη βάρκα και φτάνουν στο Πέραν. Στο Παλάτι των Βλαχερνών, ο Μινότο και οι Βενετοί πολεμιστές του περικυκλώνονται από ασύγκριτες δυνάμεις. Οι περισσότεροι αποκεφαλίζονται επιτόπου, ενώ ο Μινότο και μερικοί άρχοντες αιχμαλωτίζονται.
Στις δυόμισι το μεσημέρι οι Τούρκοι έχουν γίνει κύριοι της κατάστασης. Ξεχύνονται στην Πόλη μεθυσμένοι από την τελική επικράτησή τους. Ο σουλτάνος τους είχε υποσχεθεί τρεις μέρες λεηλασίας και δεν θέλουν να χάσουν ούτε ένα λεπτό. Η πεισματώδης αντίσταση των αμυνομένων και ο μεγάλος αριθμός απωλειών τους έχουν εξαγριώσει. Ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να πιστέψουν ότι η Βασιλεύουσα έχει πέσει στα χέρια τους. Στην αρχή η μανία τους είναι τέτοια που σφάζουν όποιον βρουν μπροστά τους, άνδρες, γυναίκες, γέρους, παιδιά. Η γη κρύβεται από τα πτώματα και το αίμα ρέει σαν ποτάμι στους δρόμους. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες, ακόμη και μοναχές και μικρά παιδιά σέρνονται από τα μαλλιά, έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει. Οι μανιασμένοι κατακτητές ασελγούν πάνω τους. Μετά άλλες σφάζονται και άλλες δένονται με αλυσίδες για να πωληθούν στα σκλαβοπάζαρα. Μερικές είναι πιο τυχερές: προτιμούν να πέσουν στα πηγάδια και να πνιγούν παρά να ατιμαστούν.
Αρχίζει η λεηλασία των σπιτιών και των αρχοντικών. Κάθε Τούρκος που μπαίνει πρώτος φροντίζει να υψώσει μια σημαία με το έμβλημα της μονάδας του. Έτσι, οι υπόλοιποι, μόλις βλέπουν τη σημαία, πηγαίνουν αλλού. Σε λίγες ώρες διακόσιες χιλιάδες σημαίες κυματίζουν στις στέγες των σπιτιών της Πόλης. Οι Τούρκοι μπαίνουν και στις εκκλησιές και τα μοναστήρια. Το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού χύνονται στη γη. Αρπάζουν τα ιερά σκεύη και αναθήματα και ποδοπατούν τις άγιες εικόνες. Τους αφαιρούν τα πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια, το χρυσάφι και το ασήμι. Στολίζουν τα άλογά τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιερέων ή τα χρησιμοποιούν σαν τραπεζομάντιλα. Σκορπούν τα ιερά λείψανα των αγίων και των μαρτύρων της Εκκλησίας. Εισβάλλουν στις βιβλιοθήκες και σκίζουν ή καίνε πολύτιμα βιβλία Σκηνές αλλοφροσύνης, θρήνοι και οιμωγές καλύπτουν την κουρσεμένη Πόλη του Κωνσταντίνου, κραυγές πόνου και μοιρολόγια για τα ανοσιουργήματα που διαπράττονται παντού. Κάποιοι Τούρκοι στρατιώτες σκάβουν ακόμη και κήπους ή γκρεμίζουν σπίτια ολάκερα για να βρουν κρυμμένους θησαυρούς. Πολλά σπίτια και εκκλησιές πυρπολούνται.
Ο τουρκικός στόλος προσεγγίζει τις ακτές για να αποβιβάσει τους άνδρες του, όλοι διψασμένοι για λάφυρα και αίμα Αλλά πέφτουν στην ηρωική αντίσταση κάποιων ναυτών από την Κρήτη. Μεταξύ 6 και 8 το απόγευμα βαστούν με θάρρος τους πύργους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, κοντά στην Ωραία Πύλη. Κυριευμένοι από απίστευτο πάθος και θλίψη για την Άλωση της Πόλης, προτιμούν να σκοτωθούν παρά να ζήσουν. Πολλοί Τούρκοι χάνονται από το σπαθί τους και φτάνουν σε απόγνωση λόγω αυτής της απρόσμενης αντίστασης. Ο ίδιος ο σουλτάνος τους προσφέρει τη δυνατότητα να φύγουν χωρίς να τους πειράξει κανείς. Όμως αυτοί αρνούνται και συνεχίζουν να πολεμούν. Τελικά, και αυτοί συνειδητοποιούν το αδιέξοδο και δέχονται την πρόταση του σουλτάνου. Αναχωρούν για την Κρήτη με δυο πλοία.
Η δίψα των Τούρκων ναυτών για λεία τους κάνει απρόσεκτους. Πολλοί χριστιανοί καταφέρνουν να επιβιβαστούν σε πλοία τους και να διαφύγουν. Ο Αλοΐσιος Διέδος φτάνει μέχρι την αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου. Δύο ναύτες τη σπάνε με τσεκούρια και ανοίγουν το δρόμο. Ο Διέδος κάνει σινιάλο στα υπόλοιπα επτά πλοία, γεμάτα πρόσφυγες, στο λιμάνι του Πέραν, που τον ακολουθούν στο δρόμο για τη σωτηρία.